Είμαστ’ όλοι πολύ μικροί. Δίχως φίρμα.
Μπουλούκια μάς λένε. Άγνωστοι θεατρίνοι.
Ένας Μίμης, η Κατινίτσα, κάποια Ίρμα
κι άλλοι πολλοί ακόμα θλιμένοι αρλεκίνοι.
Αποχαιρετήσαμε κάθε χαρά μας
κοινή. Και τραβήξαμ’ έν’ άγνωστο δρόμο.
Μα με τον καιρό πνίξαμε τα όνειρά μας
κι ένα βαρύ σταυρό επήραμε στον ώμο.
Τώρα η θλίψη μάς συντροφεύει, κι η πείνα
πάντα. Στα χείλη ποτέ πια δε θ’ ανθίσει
χαρά. Τα προχτές μια μικρή μπαλαρίνα
– ένα ρόδο χλωμό – τη θέρισ’ η φθίση.
Ποιος ξέρει αλήθεια, καθενός ο πατέρας,
πόσα όνειρα ωραία, για το γιο είχε πλέξει!
Να γινόταν της επιστήμης αστέρας!
Μ’ αυτός στο ζάρι τη ζωή του έχει παίξει.
Και σεις πέρα κει, στις μακρινές επαρχίες
που τα «μπουλούκια» σάς διώχνουνε την πλήξη,
αν μαθαίνατε τις θλιβερές μας ιστορίες,
ο πόνος, την καταφρόνια θα ’χε πνίξει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου