Μας βάλαν στη σειρά. Πίσω μας ο τοίχος από το χάλασμα. Για να μην έχει οδό και βήμα διαφυγής. Και άρχισαν να μας πελεκάν. Τα σώματα πέφταν στο χώμα, σωροί κορμών κορμών κυπάρισσου. Ύστερα από λίγο όρθιος κανείς δεν είχε μείνει. Τα πρόσωπα έφαγαν χώμα. Πήραν τις μάχαιρες κι άρχισαν να αποκόπτουν κεφαλές. Τις κρέμασαν από την αρχαία καρυδιά αρμαθιές αρμαθιές, τσαμπιά ανθρώπινες ζωές περασμένες σε σκοινί κομπολογιού.
Ο τόπος μύριζε ολοένα μπαρούτη και αίμα. Αίμα που σήπεται, μέρες μετά. Μέχρι που σάπισε κι η ίδια η μυρωδιά του αίματος, άταφη. Από το πιο δυνατό κλαδί της καρυδιάς στα ύψη γραπωμένος περίμενα να ξημερώσει μια χαραμάδα φως, εκεί που πίστευα την κλείδα του ορίζοντα στη στάθμη των ματιών μου. Χάρακας από φως στο βλέμμα μου να ορθρίζει μ’ αυτή τη μυρωδιά χυμένου σάπιου, βαρύς και αστραφτερός χαλκός και αυτός αλλά ως προς τα σημεία όλα εν ζωή.
Έκτοτε το μέρος ονομάστηκε από τις εντόπιοι Αιματινή.
Θανάσης Χατζόπουλος, «Υπό κατασκευήν σημαίες», εικόνα εξωφύλλου: Μάριος Σπηλιόπουλος, «Λάβαρα», μεικτή τεχνική, 1991, εκδ. Πόλις, Αθήνα, Φεβρουάριος 2021, σ. 54, από την ενότητα, «Κοινοί θνητοί».
Αναδημοσίευση από: https://www.facebook.com/costasreousis/posts/pfbid02qvcAPLFCh437PysjY3SoybgEg2PxPR3WKD3eZjind4zg6HN9P573QXqigPsYErR2l
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου