Δεν ήταν ο θάνατος του Οδυσσέα που
με πρόλαβε.
Έφευγε με τα παλικάρια του για το βουνό
και τα τσαρούχια τους χτυπάγανε στη
γυάλινη σιωπή σαν τη νύχτα προχωρούσε.
Μόλις περάσανε τον ποταμό έμεινε πίσω
να τους καμαρώνει στον αέρα δυνατά
έι στον Γκίκα έι στον Ρίγγα έι και
σε σένα Αθάνατε.
Τον θάνατο τον αψήφαγε όσο κι αν είδε
στον ύπνο που κοιμόταν το ίδιο όνειρο
πολλές φορές και ξανά. Αγόραζε καινούρια
φορεσιά στο πανηγύρι του Άι-Λευτέρη
του Τρυγητή κι ήταν μαύρα τα ρούχα
και φαρδιά έπλεε μέσα ο καπετάνιος
σαν να κολύμπαγε.
Είδε ακόμα στον ύπνο του το κυπαρίσσι του
τυλιγμένο στη φωτιά ήρθαν τά πρόβατα
κοντά και δεν αρπάζαν καθόλου φωτιά
μόνο περιμέναν.
Κάλεσε τον γραμματικό του υπαγόρεψε
τα όνειρα τα χτεσινά γράψε τα σημάδια
της ψυχής μου γραμματικέ Χατζηπανταζή
γράψ’ τα ελληνικά δοκίμασα τα γηρατειά
πολλές φορές στα νιάτα μου και ξέφυγα
δοκίμασα το θάνατο και ξέφυγα γιατί εγώ
είμαι ο Ανδρίτσος ο ίδιος ο πατέρας μου
από παλιά και σήμερα ακόμα δεν τους
φοβούμαι.
Το άλλο πρωί με το άσπρο φως άρχισε
το κανόνι από χαμηλά και η σκηνή
με τα σπασμένα μάρμαρα με τις κολόνες
φούσκωνε σαν το πανί σαν το πανάκι
στο άσπρο φως.
Ο Ρίγγας τ’ ορφανό τον σήκωσε στην άγκαλιά του
να στάζει αίμα ο καπετάνιος του και θάνατο
σαν το σφαχτό τον σήκωνε στα χέρια του
ο Ρίγγας κι έκλαιε σαν το μωρό.
Κάθονταν γύρω στο νεκρό αρχηγό καταγής
με τις παλάμες στα γόνατα και σφιχτά
σαν τα γατιά κάποιος τους τότε ομολόγησε
ζει ο καπετάνιος σύντροφοι δεν πέθανε ζει
και βασιλεύει τυλιγμένος στα υγρά εντόσθια
της μάνας του δικός μας και ζωντανός
δικός μας και ζωντανός.
Έπειτα σώπασαν.
Έπειτα σηκώθηκαν.
Λευτέρης Ξανθόπουλος, Ο θάνατος του Οδυσσέα Ανδρούτσου,
Σήκωσε το κεφάλι σου πατέρα. Με πέντε ζωγραφιές του Αλέκου Φασιανού, Αθήνα, Δελφίνι, 1995
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου