«Τώρα που οι ιτιές νανουριστά
λαλούν και γέρνουν λικνιστά
άνοιξε ω κόρφε! δέξου μας, πατέρα Μισσισσίπη,
στα βύθια σου που ονειροζεί
μια χώρα, κι η ψυχή μαζύ
με τ’ άλλα αδέρφια χαίρεται κι αχώρι’ από τη λύπη».
Ίσκιοι θρηνούν κοπαδιαστά·
σα μοιρολόγια σπαραχτά
γιομίζουν τα τραγούδια τους τη νυχτομένη πόλη·
κι ειν’ λόγοι αξήγητοι κι αχοί
σα ’πο λαρύγγι που τραχύ
το χάλκεψε ο πικρός λυγμός και το φτηνό αλκοχόλι.
Κι είναι του Θάνατου εραστές
–σκλάβων σποριά– οι τραγουδιστές·
κι είναι ο σκοπός παράπονο της μαύρης τους φυλής·
κι είναι η φωνή δάκρυ θολό,
κι είναι ο ρυθμός βήμα χωλό
κι αχνάρι μιας παλιάς σκλαβιάς στων λεύτερων τη Γης.
Κληρονομιά τους, μυστική
ψυχομιλήτρα, η μουσική
ξυπνάει θαμμένα ονείρατα κι απόκρυφους καημούς.
Σε κάνει, αλήθεια, και πονάς
μιας αταβίστικης γενηάς
το λυπημένο κλάψιμο, τ’ αράπικά της BLUES.
«Στα βύθια σου που ονειροζεί
μια χώρα κι η ψυχή μαζύ
με τ’ άλλα αδέρφια χαίρεται· κείθε ως ανθούν οι κήποι
κι ως γύρα οι ιτιές νανουριστά
λαλούν και γέρνουν λικνιστά,
δέξου τους γιους σου πο’ρχονται, πατέρα Μισσισσίπη».
[Θεοδόσης Άθας, Lynn, Μασαχουσέτη, 1959]
Πηγή: https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=pfbid08T9Harf4cbHpuy3d9vemLww2d4o6uKBuLN2THRptYMSW4DiYExo7h7gAovqrQah7l&id=100014406333349
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου