Τα χέρια της Μάνας μου πριν μάθουν να γράφουν,
μάθαν να πλένουν στη σκάφη
ρούχα χοντρά της δουλειάς.
Τέσσερ’ αδέρφια της άφησε, βλέπεις, η μάνα της.
Τα χέρια της Μάνας μου δεν μάθανε να χαϊδεύουν
γιατί ποτέ δεν τα χάιδεψαν.
Μα ξέρουνε να ζυμώνουν ατέλειωτες σκάφες αλεύρι.
Αν στρώσεις κάτω τα χιλιάδες ψωμιά,
θα γίνουνε δρόμοι, με άσπρες, στρογγυλές πλάκες
που θα διασχίζουν όλη τη γη.
Τα χέρια της Μάνας μου,
γίναν κουτάλια να με χορτάσουν,
γίναν κουπιά που λάμνουν στη θάλασσα,
να με βρουν.
Τα χέρια της Μάνας μου μάκρυναν
κουβαλώντας ασήκωτα δέματα
στο σχολειό, στη δουλειά μου, στη φυλακή.
Τα χέρια της Μάνας μου
κολλούσαν στη σήτα της φυλακής
και λιώναν το σύρμα για να μ’αγγίξουν,
κι ύστερα, κατακόκκινα με τ’αποτυπώματα,
πλάθανε κουλουράκια για τις κοπέλες του θαλάμου μου.
Τα χέρια της Μάνας μου δεν θα μείνουν ακίνητα
ούτε κάτω απ το χώμα,
μα θα βρούνε τον τρόπο
να φυτρώσουνε
για να βλαστήσουν και να κάνουν λουλούδια!
από τη συλλογή Εφεδρείες, 1994
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου