Δεν ήταν Θάνατος, αφού ήμουν όρθια,
Κι όλοι οι Νεκροί, κάτω είναι ξαπλωμένοι
Ούτε και Νύχτα, αφού όλες οι Καμπάνες
Τη Γλώσσα βγάζανε, για Μεσημέρι.
Δεν ήταν Παγωνιά, αφού στη Σάρκα μου
Σιρόκους ένιωθα – να πνέουν συρτά –
Ούτε Φωτιά – από μάρμαρο τα πόδια μου
Ψυχρό θα κράταγαν κι εν’ Αγιοβήμα –
Μια αίσθηση ήτανε, απ’ ολ’ αυτά μαζί,
Κι όσες Μορφές ως τώρα ειχ’ αντικρίσει
Για την Ταφή τους, τέλεια φροντισμένες,
Ναι, τη δική μου την Ταφή, μου είχαν θυμίσει –
Λες κι ήταν η ζωή μου πλανισμένη,
Και σε κορνίζα μέσα είχε ταιριάσει,
Και μόνο με κλειδί έπαιρνε ανάσα,
Και κάπως σα Μεσάνυχτα είχε μοιάσει –
Όταν αυτό που ηχούσε – σταματάει –
Κι ολόγυρα – το διάστημα ατενίζει –
Ή παγωνιά Φριχτή – στα πρώτα του Φθινόπωρου
Πρωινά, της Γης τους Χτύπους αφανίζει –
Μα, πιο πολύ, σα Χάος – Απέραντο – ψυχρό –
Δίχως κατάρτι, ή δίχως μια Ευκαιρία –
Ή έστω ένα Σημάδι από Στεριά –
Να δικαιώνει – την Απελπισία.
Πηγή: Έμιλυ Ντίκινσον (1830-1886), «44 ποιήματα & 3 γράμματα», επιλογή-μετάφραση-σχολιασμός-επίμετρο, Ερρίκος Σοφράς, προμετωπίδα Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, εκδ. Το Ροδακιό, Αθήνα, Ιανουάριος 2005, σσ. 20-21:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου