«Οι πέστροφες»
Πρώτα πέρασα από το σπίτι του Κώτσιου. Χτύπησα, βγήκε η μάνα του. «Θειάκω, βρήκα δυο πέστροφες, πάρε τη μία». Την άλλη την τηγάνισε η Μάνα εκείνη τη στιγμή, θυμάμαι. Καθώς είχα κάνει τόσο δρόμο, είχα ξελιγωθεί της πείνας. Το τζάκι έκαιγε ακόμα∙ τράβηξε λίγα κάρβουνα κάτω από την πυροστιά κι έφερε το τηγάνι. Μόλις την ακούμπησε, άρχισε να τσιτσιρίζει από το λίπος που έβγαζε∙ ήταν τετράπαχη. Μαζί μ’ ένα κομμάτι μπομπότα αποτέλεσαν ένα βασιλικό πρόγευμα. Προσπάθησα να δώσω στη Μάνα ένα κομμάτι αλλά αρνήθηκε, προφασιζόμενη πως το πρωί δεν μπορούσε να φάει. Φαίνεται πως η πείνα μου ήταν αρκετά ορατή και δεν θέλησε να μου στερήσει ούτε μία χαψιά. Εγώ έτρωγα κι εκείνη χόρταινε. Μάνα!
«Αλουμινάκια για το καντήλι σας»
Όμως ο κόσμος άλλαξε και συνεχώς αλλάζει και δεν υπάρχει περίπτωση να γλιτώσουμε απ’ αυτόν καθώς μας ελέγχει, μας περιβάλλει και μας «προστατεύει». Μεταξύ μας, μονάχα η μάνα μου με προστάτευε όσο ζούσε. Μου έστρωνε το σεντόνι μόλις μ’ έπαιρνε ο ύπνος κι έσκυβε να με φιλήσει. Κι ήταν μια κίνηση παραπάνω, ένας λυγμός λαχτάρας κι έγνοιας για τη ζωή μου, μήπως τυχόν συνέβαινε κάτι στο γιόκα της κι έρθει ο κόσμος άνω κάτω. Α, ρε μάνα!
Τα σπίτια, Πεζογραφήματα, Πανοπτικόν, 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου