Πως ήταν έτσι, πως μου εφάνη
τόσο μελαγχολικό αυτό το τραίνο,
σχεδόν όλο πηγαίνω και δε φτάνει,
σχεδόν ούτε δε φτάνει ούδε πηγαίνω.
Ούτε θυμάμαι πρωί αν ήταν,
ή νύχτα κι έλαμπε ο δίσκος της Εκάτης
έτσι του μελαγχολικό όπως εκείταν,
όπως εγώ είμαι χαύνος του επιβάτης.
Όπως σχεδόν παιδί – ωραίον όπως
δεν ξέρω τι με πήρε εντός του – μόνο
καιρός αν ήταν, ή ήταν δρόμος, ή ήταν τόπος
που ταξιδεύει (σκέφτομαι) στο χρόνο …
Κι όπως βροντάν εντός του οι κρότοι
πότε στατό και πότε χωρίς φρένο
με αναφτούς τους φάρους του στα σκότη
άπιαστο, σερπετό και νυχτωμένο…
Κι όλο κυλάει στου νου τη ρόδα
(σε τέρμα ή σ’επιστροφή; ή αιωνιότη;)
κι είναι σαν ανθοστολισμένο με τα ρόδα
τραίνο που μεταφέρνει μου τη νιότη.
Και πάει σαν άστρο κι ως μεσ’ σ’ ύπνο
και ούδε ξέρω για να πω’μαι αν σε ποίο
αν μεσ’ σε φέρετρο κείτομαι ή σε λίκνο,
αν είναι τραίνο αυτό κι εγώ τοπίο.
Πάντως και πάει και πάει κι είναι το τραίνο
και πάει μαζί του η ζωή με τα φτερά της
και πάντως είναι περίεργο ως πηγαίνω
περίεργο πάντως ως είμαι του επιβάτης…
Βοϊδάγγελοι, 1968
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου