Τον είχα δει από μακριά κι άλλες φορές τελευταία. Κάθε φορά όμως υπήρχαν διάφορα εμπόδια και δεν μπορούσα να τον φωνάξω. Πάντως, από τις ώρες που τον έβλεπα στην ίδια όλο περιοχή, από τα ρούχα του και το ύφος, έβγαλα το συμπέρασμα πως έμενε και δούλευε τώρα πια στην πόλη μας. Κι έτσι ήμουν αρκετά βέβαιος πώς κάποια μέρα θα τον σταυρώσω και θα τα λέγαμε, αν ήταν βέβαια πιο βολικές οι συνθήκες. Και πράγματι, τις προάλλες, καθώς πήγαινα σχεδόν αμέριμνος στο δρόμο κρυφοκοιτάζοντας τις ομορφιές του κόσμου τούτου —αγγέλους, αρχαγγέλους, τα χερουβείμ και τα σεραφείμ – νάσου και ξεπροβάλλει απέναντι μου γεροδεμένος και λαμπερός με μια γλυκιά κοπελίτσα στο πλευρό του. Αναφτερούγησα. Αυτός όμως κατέβασε το κεφάλι, κοκκίνησε ως τ' αυτιά, και έδειχνε γενικά πως θα προτιμούσε να μη με είχε συναντήσει. Ξέροντας τον μάλλον παιδιάστικο λόγο της ταραχής του, και μη εννοώντας να ξαναχάσω την ευκαιρία ή να επιτρέψω σα μεγαλύτερος να παγιωθεί καμιά κατάσταση ψυχρότητας, σταμάτησα μες στη μέση στο πεζοδρόμιο και τον ανάγκασα τελικά να σταθεί και να μου μιλήσει. Βιάστηκε να μου συστήσει την κοπέλα του-ήταν μνηστή του. Πρόσθεσε κατόπιν πως από τότε πού αποστρατεύτηκε, δούλευε σε μια αντιπροσωπεία στην πόλη μας και πώς σκόπευε να εγκατασταθεί εδώ οριστικά. Πάντως, όλο αυτό το διάστημα που μου μιλούσε έδειχνε ιδιαίτερα ανήσυχος, πράγμα που μ' έκαμνε να γελάω από μέσα μου και να νιώθω όπως ή γάτα με το ποντίκι. Αν ήταν ποτέ δυνατό να ξεφύγει από μένα κουβέντα σχετική με κείνο το πάθημα του. Παιδιά είναι όμως – τι να τα κάνεις; Από λόγο σε λόγο ή ατμόσφαιρα ημέρεψε και χωρίζοντας είμασταν όλοι, θαρρώ, κατευχαριστημένοι. Και είμαι σίγουρος πώς θά 'πε καλά λόγια για μένα στην αρραβωνιαστικιά του. Ευτυχισμένη κοπελίτσα, συλλογιόμουνα. Και ήξερα πολύ καλά τι λέω.
Τον γνώριζα από καιρό τον αρραβωνιαστικό της. Τυχαία εντελώς του είχα παρασταθεί, όταν σε κάποιο διαγωνισμό για κάτι θέσεις, βρέθηκε σε μεγάλη ανάγκη. Ήταν η αρχαία εκείνη εποχή που η χώρα μας η κατακαημένη «ανεγεννάτο και πάλιν εκ της τέφρας της». Επιτηρούσα σε αίθουσα κάποιας σχολής θηλέων. Μαζί μου ήταν και μια επιτηρήτρια ολοφάνερα κακιά και άσχημη σαν καλαπόδι. Αισθήματα βαριά περιτύλιγαν την καρδιά μου.
Όταν δόθηκαν τα θέματα, ανέλαβα εγώ να αναλύσω και πάλι στους υποψήφιους τον εξωφρενικό εκείνο φετφά, που ούτε λίγο ούτε πολύ έλεγε τα ακόλουθα: «Ουδείς και δι' ουδένα λόγον θα εξέρχεται της αιθούσης μέχρι πέρατος του χρόνου της γραπτής εξετάσεως». Αφού εξήγησα τ' ανεξήγητα, τα παιδιά σκοτεινιασμένα άρχισαν να γράφουν.
Σε λίγο στο βάθος της αίθουσας κάποιος υποψήφιος κάτι έλεγε στην επιτηρήτρια. Αντήχησε ένα αυστηρό «απαγορεύεται», ο νεαρός ξαναμίλησε, κι αυτή του ξαναφώναξε εκνευρισμένη: «Γράφετε – θα σας πάρω την κόλλα». Ύστερα απ' αυτά ο υποψήφιος εξαφανίστηκε. Από μακριά καθόλου δεν φαινόταν.
Πλησίασα. Είχε ακουμπήσει το μούτρο του στο θρανίο και κρατούσε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια. Ήταν καταϊδρωμένος και γύρω του πλανιόταν μια πηχτή βρώμα. Τα κατάλαβα όλα, δεν είπα όμως λέξη. Αυτό που φοβόμουνα είχε κιόλας γίνει. Το πράγμα θα μπορούσε να γίνει αστείο, αν μας έπιανε όλους καμιά τέτοια επιδημία και ιδίως την ξυλοπινάκα την επιτηρήτρια, που κοίταζε τόσο χαιρέκακα προς τον νεαρό. Έτρεξα προς την πόρτα, μα όπως τη Μαρία την Αιγύπτια κάτι το αόρατο με σταμάτησε. Δεν επιτρέπονταν ούτε κι εμείς να βγούμε απ' την αίθουσα. Όποιος είχε συχνουρία ή κόψιμο, ήταν χαμένος. Και μεγαλοφυΐα να ήσουν, στις ανώτατες σχολές και τις υπηρεσίες δεν έμπαινες τότε, αν σ' έπιανε χεζοβολιό ή συχνοκατούρημα. Τόλμησα τέλος ένα βήμα έξω απ' την πόρτα. Απελπιστικά έρημος ο τεράστιος διάδρομος σα λαϊκό νοσοκομείο. Αλίμονο στο φιλότιμό μας όμως, και προπάντων αλίμονο στο παιδί, αν σ' αυτά τα χάλια περιμέναμε να περάσει ο χρόνος. Στήθηκα πλάι στην πόρτα. Οι υποψήφιοι οργίαζαν κιόλας στο κλέψιμο. Μέχρι και αστειάκια έλεγαν αναμεταξύ τους. Πολύ πού μ' ένοιαζε. Κάποια στιγμή πέρασε ο κύριος Επιστάτης. Επιστάτης και σπιούνος συνάμα, για να είμαστε ακριβολόγοι. Του είπα να καλέσει αμέσως τον προεδρεύοντα. Ο κύριος Πρόεδρος —Κούρκος το παρατσούκλι του— άλλες φορές είχε το συνήθειο να 'ναι αργός κι ασήκωτα βαρύς, μα τώρα έφτασε τρεχάτος και κατακόκκινος, σα να μυρίστηκε κάτι. Τον οδήγησα στο ταπεινωμένο παλικάρι. Ο Κούρκος έπιασε τη μαλακιά μύτη του. Συγχρόνως ακούστηκαν γελάκια από κάτι τσουλίτσες, που με το αζημίωτο παρίσταναν τις υποψήφιες. Ο Κούρκος αφού αφαιρέθηκε, ξεφούρνισε τη μεγάλη του φράση: «Ατυχήσατε, αγαπητέ μου, ατυχήσατε». Και άπλωσε για ν' αρπάξει την κόλλα. Το παιδί την τράβηξε. «Τα ξέρω, ψιθύρισε, τα ξέρω όλα. Μα, δεν είναι δυνατό να γράψω έτσι». «Αν θέλετε συνεχίστε, έτσι όπως είστε. Όταν βγείτε όμως έξω, το χάνετε το γραπτό», είπε ο Κούρκος. Τα γέλια είχαν φουντώσει για καλά. Όλοι ήταν γυρισμένοι και κοίταζαν. Το παιδί παράτησε την κόλλα. Ο Κούρκος ξαναφούσκωσε. Το «εχειρίσθη» κι αυτό το θέμα – Όχι παίζουμε.
Πήρα το δυστυχισμένο παλικάρι και το πήγαινα προς το αποχωρητήριο. Ο Κούρκος το κατόπι μας. Με ανάγκασε να μπω κι εγώ μέσα στον καμπινέ. «Μπορεί να 'χει κανένα πομπό», μου σφύριξε ο μπουμπούνας.
Το αποχωρητήριο είχε δυο χώρους. Στον πρώτο ήταν το λαβομάνο και στον άλλο ο απόπατος. Στάθηκα φυσικά στον πρώτο. Και να 'θελα να μπω στον άλλο, δε χωρούσαμε. Η μέσα πόρτα δεν έκλεινε καλά, όλο άνοιγε, κι από μια στιγμή και πέρα φάνηκε ολόγυμνο το ανυπεράσπιστο χωριατόπουλο. «Μεγαλοφυής», συλλογιζόμουν, «μεγαλοφυής», κι εννοούσα φυσικά τη λέξη με την αρχική της έννοια, έτσι καθώς έβλεπα τα μαραμένα μα παρόλ' αυτά τεράστια όργανα του, που σα να θρηνούσαν κι εκείνα του δυστυχισμένου γένους την κατάντια. «Ιδού, ο πομπός του Κούρκου», σκέφτηκα. Και τι πομπός! Και θωρώντας τα άρχισα να ψιθυρίζω το γνωστό στιχάκι, πού 'χει κυκλοφορήσει απ' τις πρώτες κιόλας μέρες της ήττας του '97: Ουδείς αντέστη, το παν εχέσθη.
Μετά το καθάρισμα έβαλε μονάχα το παντελόνι του. Το σώβρακο με την «υδαρή αποπάτησιν» το έκαμε δεματάκι και τ' άφησε σε μια γωνιά – σκάνδαλο και αίνιγμα για τη σχολή των θηλέων.
Ο Κούρκος απέξω μας παραμόνευε. Ήθελε να μας τονίσει πως ο υποψήφιος μολονότι παρέδωσε το γραπτό του, δεν μπορούσε να απομακρυνθεί από το χώρο των εξετάσεων, προτού παρέλθει «ο κεκανονισμένος χρόνος». Γι' αυτό άλλωστε υπήρχε στην εξώπορτα και χωροφύλακας. Αλλά κι εγώ δεν μπορούσα να ξαναμπώ στην αίθουσα, παρόλο πού οι υποψήφιοι είχαν αλαλιάσει στο κλέψιμο την αγιούσα. Τόσο το καλύτερο, ήμουν μες στη χαρά μου. Ένιωθα σχεδόν ευγνωμοσύνη προς το νεαρό.
Καθισμένοι σε μια γωνιά του διαδρόμου σιγομιλούσαμε. Θέλοντας και μη έμαθα αρκετά για τη ζωή του. Ήταν απ' τα παραμεθόρια. «Μαύρη ζωή που κάνουμε, εμείς οι μαύροι κλέφτες». Όσο περνούσε η ώρα τόσο η μελαγχολία τον κυρίευε. Δεν τον πείραζε και πολύ ο αποκλεισμός του από τις εξετάσεις. Το ρεζίλεμα ήταν πού τον έκαιγε μπροστά σε τόσους νέους. «Είναι και καναδυό συγχωριανοί μου μέσα», είπε σα να παραμιλούσε.
Για να τον παρηγορήσω έβαλα μπρος τα μεγάλα μου μέσα. Άρχισα να διηγούμαι μερικά απ' τα κατά καιρούς παρόμοια παθήματα μου. Γέλασε τ' αχείλι του, το ματάκι του πήρε να ξαστερώνει, κι εγώ συνέχιζα με περισσότερο κέφι. Άλλωστε, για να 'μαι ειλικρινής, αυτό το θέμα με θέλγει.
«... Μια φορά, θα 'μουν έξι χρονώ, χέστηκα απογευματάκι μέσα στα Καμένα, στην πλατεία Δικαστηρίων δηλαδή. Εκεί ακριβώς που έχουν σκάψει για να χτίσουν τα δικαστήρια, κι ύστερα το μετάνοιωσαν γιατί βρήκαν κάτι αρχαία. Μολονότι είχε τόσους λάκους, θάμνους ψηλούς και ντουβαράκια μισογκρεμισμένα, εγώ ντροπαλός δεν ξεροκάθισα εκεί, γιατί υπήρχε πιθανότητα να με δούνε από τα γύρω μπαλκόνια —καλοκαιράκι ήταν και καθόντουσαν για φρέσκο – μα έτρεξα στο σπίτι, βρήκα κλειδωμένα, ξαναγύρισα στην πλατεία, κάθισα σ' ένα ντουβαράκι σφιγμένος κι εκεί χωρίς να το περιμένω κάποια στιγμή μου ξέφυγαν. Ευτυχώς ήταν πολύ σφιχτά, από κείνα τα σκληρά πού πιέζουν και πονούν σαν κανένα ρόπαλο εκ των έσω. Πάντως, ακόμα θυμάμαι πώς πήγαινα προς το σπίτι, όταν νύχτωσε...
Την άλλη φορά που έγινε κάτι παρόμοιο, ήμουν αρκετά μεγάλος, στην πρώτη ή δευτέρα οχταταξίου, μα και πάλι το πράγμα δικαιολογείται. Είχαμε πάει ημερήσια εκδρομή στην Αρετσού με το σχολειό μας. Όλη τη μέρα έτρεξα με την ψυχή μου, σκαρφάλωσα στις μουριές, κολύμπησα, έδειξα όλες μου τις ικανότητες, και προπάντων έφαγα αμέτρητα παγωτά, ανταλλάσσοντας τους εικοσιοχτώ μεγάλους κεφτέδες —οι δικοί μου ακόμα δεν ξεχνούν τον αριθμό – τα αυγά, τα κασέρια και τα τυριά, με παγωτά χωνάκια, μια και τα λεφτά μου ήταν ελάχιστα. Θυμάμαι που απ' την κούραση δεν μπορούσα να πάω στο σπίτι – τόσο πονούσαν τα ποδάρια μου. Καθόμουν από κατώφλι σε κατώφλι. Μόλις έφτασα, έπεσα για ύπνο. Ξύπνησα μέσα σε μια σκάφη με νερό καυτό, όπου δυο γυναίκες με πλέναν και φυσικά με δέρναν. Θα 'ταν ξημερώματα...
Κάποτε πάλι πού είχαμε πάει επίσκεψη σε μια φαρμακομύτα φιλενάδα της μαμάς μου, εμένα μου ήρθε έντονα η ανάγκη να τα κάνω, αλλά δεν ήξερα πως να το πω. Εξάλλου μιλούσανε συνεχώς. Γλίστρησα με τρόπο στην κουζίνα γυρεύοντας τη γνωστή πορτούλα του καμπινέ. Πάνω στην απελπισία μου άστραψε εμπρός μου μια μεγάλη ιδέα. Κατέβασα αθόρυβα μια καλογανωμένη κατσαρόλα απ' το ράφι, την έβαλα κάτω και ξεσκεπάζοντας την τα 'κανα ωραία ωραία και κουλουριαστά εκεί μέσα. Ξανάβαλα σκεπασμένη την κατσαρόλα στη θέση της και μισάνοιξα το παράθυρο. Σε λίγες μέρες έφτασαν τα μαντάτα. Έγιναν ανακρίσεις με βασανιστήρια και το τι ξύλο έφαγα ήταν άλλο πράγμα...».
Τελειώνοντας την αφήγηση κόντεψα να του πω εκείνο πού συνήθως λέμε στο τέλος των παραμυθιών: «Ήμουνα κι εγώ εκεί μ' ένα κόκκινο βρακί». Γιατί, όπως θα κατάλαβε, πιστεύω, ο αγαπητός αναγνώστης, τα περιστατικά αυτά δεν ήταν βεβαίως όλα δικά μου κατορθώματα, τα φορτώθηκα όμως κι αυτά προκειμένου να ταπεινώσω βαθιά τον εαυτό μου, να λαφρύνω τη θέση του παλικαριού και να γίνω ακόμα πιο αστείος. Αχ, «γέγονα τα πάντα τοις πάσι», αλλά ποιος το έχει εκτιμήσει;
Κάποτε έφτασε το περίφημο «πέρας των εξετάσεων». Χωρίσαμε με το παιδί. Στην αίθουσα ο αέρας βαρύς, η μπόχα της αγωνίας. Η αγιούσα με κοίταζε βλοσυρά σα να της είχα φάει το δίκιο της.
Όταν τα πάντα τέλειωσαν και μετρήθηκαν ξανά και ξανά, με κάθε δυνατή καχυποψία τα γραπτά, αρχίσαμε να μαζευόμαστε στο γραφείο του Κούρκου. Το λαχταριστό νέο είχε, βέβαια, διαδοθεί. Όλοι χαχάνιζαν. Ζητώντας αχόρταγα λεπτομέρειες. Η άχαρη ζωή μας είναι διψασμένη για κάτι τέτοια. Όμως τα πολλά γέλια τους κόπηκαν απότομα, όταν διαπιστώθηκε πώς δεν μπορούσαμε να φύγουμε αμέσως για φαγητό. Έπρεπε να συνταχθεί πραχτικό όπου να εξιστορούσαμε το έξης: Ένας υποψήφιος χέστηκε στο βρακί του και γι' αυτό αποχώρησε του διαγωνισμού, μολονότι του συνεστήθη αρμοδίως ότι μπορούσε να γράψει έστω και χεσμένος.
Τα τυπικά γράφτηκαν γρήγορα: η ημερομηνία, ο τόπος συνεδριάσεως, τα ονόματα μας ιεραρχικώς – σιγά τον πολυέλαιο – και οι βαθμοί μας. Όταν όμως φτάσαμε στην αφήγηση του περιστατικού, εκεί κομπιάσαμε. Φούντωσε η συζήτηση. Τι να γράψουμε και πώς; Τελικά, μετά από εμβριθή συζήτηση περί το ρήμα χέζω-χέζομαι, την ακριβή σημασία και χρήση του, τους ανώμαλους χρόνους του, τα συνώνυμά του, τις ρίζες του και τις φύτρες του, διατυπώσαμε ένα κείμενο που σχεδόν καμιά σχέση δεν είχε με το περιστατικό. Το όνομα του παιδιού πάντως, φιγουράριζε μεγαλοπρεπώς. Ευτυχώς όλα αυτά γράφτηκαν στην καθαρεύουσα που σηκώνει όσες θέλεις αρλούμπες και βρωμόλογα. Κλείσαμε το πραχτικό με το πομπώδες εκείνο: «Εφ' ώ συνετάγη η παρούσα πράξις και υπογράφεται ως έπεται». Υπογράψαμε όλοι ιεραρχικά και σε λίγο φεύγαμε - κούρκοι, κότες και χήνες.
Πήγαινα για το σπίτι χειρότερα κι από χεσμένος. Εμένα όμως ποιος χριστιανός θα βρεθεί να με ξεσκατώσει;
(1972)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου