[Η ηρωίδα έχει πέσει θύμα τροχαίου και νιώθει αφόρητους πόνους, έτσι που για μια στιγμή χάνει τον κόσμο.]
Έχασα τον κόσμο και βρέθηκα στο Πρεβαντόριο, ένα ίδρυμα των φίλων της Αστυνομίας, στην Εκάλη, στάση Νάρκισσος, όπου με πήγαιναν οι γονείς μου μικρή για να καρδαμώσω.
Ήμουν εγώ και συγχρόνως ήμουν μία άλλη που παρακολουθούσε ένα κοριτσάκι έξι εφτά χρονώ να περιμένει το επισκεπτήριο των γονέων της.
Η μυρωδιά του πεύκου μού μπούκωσε τα ρουθούνια κι ένιωσα τέτοια θλίψη, που ήθελα να φύγω τρέχοντας, αλλά πάλι πώς ν’ αφήσω μόνο του το κοριτσάκι που ήτανε τόσο λυπημένο περιμένοντας όλο το απόγευμα τους γονείς του να το πάρουν στο σπίτι, γιατί τελείωνε η σαιζόν και τα παιδιά έπρεπε να γυρίσουν στα σχολεία.
Όλο το απόγευμα ανάσαινε αυτή τη μυρωδιά του πεύκου, που τη δηλητηρίαζε ως το τελευταίο κύτταρο του κορμιού της, και θα την έκανε αργότερα, μεγάλη γυναίκα πια, να μην μπορεί ν’ αντέξει αυτή τη μυρωδιά χωρίς να νιώσει ένα αίσθημα απέραντης θλίψης και ματαιότητας.
Περίμενε βλέποντας τους γονείς των άλλων παιδιών να ’ρχονται από νωρίς και να τα παίρνουν μαζί τους.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει κι αυτή στεκόταν ακόμα δίπλα στα σύρματα της περίφραξης, ώσπου έμεινε μόνη της.
Τότε μου πέρασε μια σκέψη που με γέμισε πανικό: πέθανα. Πέθανα, είπα, και με πήγαν στην Κόλαση, να μυρίζω πεύκο στους αιώνες των αιώνων. Εκείνη την ώρα το κοριτσάκι γύρισε και με κοίταξε μ’ ένα πρόσωπο χλομό και αποφασισμένο μέσα στα σγουρά φουντωτά μαλλιά του, με τα μάγουλα γεμάτα λειχήνες από τα δάκρυα, με κοίταξε ίσια στα μάτια κι έφερε το χέρι του στο στόμα. Πρόλαβα να δω κάτι κίτρινα άνθη που τα ’κανε μια μπουκιά, με μια κίνηση σαν να ήταν ποπ κορν, κι άρχισε να τα μασάει αργά χωρίς ίχνος απόλαυσης ή σιχασιάς, ανόρεχτα αλλά πεισμωμένα. Εγώ ήξερα ότι ήταν κίτρινα άνθη του σπάρτου, που φύτρωναν μπόλικα στο Πρεβαντόριο, και η μικρή έβγαινε συχνά και τα βοσκούσε, όχι γιατί δεν την τάιζαν, αλλά γιατί την είχε πιάσει ένα μανιασμένο πείσμα να μη φάει τίποτε από το χέρι τους, θέλοντας να τους τιμωρήσει για όσα της έκαναν, δίνοντάς της το πρωινό, που το άφηνε άθικτο, και της το φέρνανε όπως ήταν το μεσημέρι μαζί με το γεύμα, για να τα φάει όλα μαζί, κι επειδή δεν άγγιζε τίποτε, της τα φέρνανε όλα το βράδυ, μαζί με το δείπνο, έφτασαν μάλιστα να την ταΐσουν με το ζόρι μια μέρα κι έκανε εμετό και της ταΐσανε τον εμετό της, γι’ αυτό έτρωγε άνθη του σπάρτου, για να τους τιμωρήσει αυτούς και τους γονείς της περισσότερο, που δεν την έπαιρναν στο σπίτι μ’ όλα τα παρακάλια και τα κλάματά της.
«Φτύσ’ τα» της λέω, και τα ’φτυσε αμέσως, τόσο υπάκουη ξαφνικά που τα ’χασα.
«Έτσι μπράβο» της λέω. «Άκου τώρα. Οι γονείς σου έρχονται να σε πάρουν. Είναι πολύ κοντά, εκεί, πίσω από τη στροφή του δρόμου. Αρρώστησε ξαφνικά η μικρή και την τρέχανε στο Παίδων. Ευτυχώς δεν ήτανε τίποτε. Γι’ αυτό άργησαν. Κατάλαβες;»
Με κοιτούσε δύσπιστα, αλλά ταυτόχρονα είχε μια έκφραση ανακούφισης και συνενοχής, γιατί ξέραμε κι οι δυο ότι οι γονείς της είχαν πάει εκδρομή με φίλους στη Σταμάτα Μπάλα και γι’ αυτό είχαν αργήσει.
Έφτυσε με αηδία τα υπολείμματα που είχαν μείνει στο στόμα της, όταν εμφανίστηκαν από το πουθενά δυο τσιγγάνες, η μία μεσόκοπη και παχιά, η άλλη γύρω στα δεκαοχτώ, με μέση δαχτυλίδι και πλούσιο στήθος. «Τι έπαθε το μωρό;» ξεφώνισε η μεγάλη και με γρήγορες δρασκελιές πέρασε την ανοιχτή αυλόπορτα του Πρεβαντόριου και πήγε κοντά στο κοριτσάκι.
Με μητρική φροντίδα, που μ’ άφησε άναυδη, της είπε να φτύσει και μετά έβγαλε το παγούρι της και της έδωσε λίγο νερό να ξεπλύνει το στόμα της, κι ύστερα γέμισε τη χούφτα της και της ένιψε το πρόσωπο μια και δυο φορές, πέρασε το βρεγμένο χέρι της μέσα στα μαλλιά και τη χάιδεψε, «Κάτσε», της λέει και την παίρνει αγκαλιά, μια γυναίκα θεόρατη, που έμοιαζε να είχε φυτρώσει από το χώμα, σαν βασιλική δρυς, και τώρα κρατούσε στον ίσκιο της το κοριτσάκι, που είχε κουρνιάσει ευχαριστημένο στην τεράστια αγκαλιά της.
«Για να δω το χέρι σου», της λέει η τσιγγάνα και πιάνει εκείνο το μικρό, αφράτο χεράκι, το γυρίζει απ’ την παλάμη και το φιλάει μ’ έναν τρόπο σαν ν’ άφηνε κάτι πολύτιμο εκεί μέσα, «Κλείσ’ το», της λέει τρυφερά και το κοριτσάκι ήρεμο και υπάκουο το ’κλεισε και το κράταγε μαγεμένο, «Άνοιξέ το τώρα», της λέει κι όπως άνοιξε εκείνη η μικρή παλάμη, έσκυψα από πάνω της και μου φάνηκε σαν ν’ άλλαζαν οι γραμμές της μοίρας, «Άκου τώρα τι θα σου πω και να το βάλεις καλά στο μυαλό σου», της λέει κοιτάζοντας την παλάμη της. «Εσύ θα γίνεις μια πολύ όμορφη κοπέλα».
Η μικρή βούρκωσε.
«Αυτό που σου λέω. Μόνο πάψε να κλαις, μη χαλάσεις αυτά τα όμορφα μάτια και το δέρμα σου, που θα ’ναι σε λίγο απαλό, τρυφερό και σταρένιο. Εσύ θα κάψεις καρδιές, κοριτσάκι μου. Θα σ’ αγαπήσουν πολλοί άντρες. Θ’ αγαπηθείς και θ’ αγαπήσεις πολύ και θα ζήσεις ευτυχισμένη. Όχι όλες τις ώρες όμως. Κάποτε θα λυπάσαι, θα κλαις. Μη με ρωτήσεις γιατί, δεν ξέρω κι εγώ να σου πω». (σ. 204-208)
Από τον Ύπνο του καπνιστή, 2003 (Ποιήματα 1978-2012, 2013)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου