Ο Αγγελιοφόρος βγαίνει κι η Λαίδη Μάκβεθ μονολογεί
Κι ο κόρακας ακόμη είναι βραχνός που κράζει μηνώντας τον μοιραίο ερχομό του Ντόνκαν
στο δικό μου τόν πύργο ! — Ελάτε, πνεύματα, σεις που τους φονικούς βοηθάτε στοχασμούς μου αλλάξτε το γυναίκειο φυσικό μου,
κι απ’ την κορφή ως τα νύχια πλημμυρίστε με
με τρομερή ασπλαχνία ! Το αίμα μου πήξτε ! φράξτε τόν κάθε δρόμο
προς τη συνείδησή μου, ώστε η συμπόνια
να μην ταράξει τους φριχτούς σκοπούς μου,
μηδέ να βάλει ειρήνη ανάμεσα στην πράξη
και σ’ αυτούς ! Στα γυναίκεια μου ελάτε τα στήθια και βάλτε τους χολή για γάλα, ω εσείς
μεσίτες του θανάτου, όπου κι αν είστε
με την αέρινην ουσία σας και δουλεύετε
τον όλεθρο τού κόσμου... Έλα, μαύρη νύχτα,
και μες στους πιο πυκνούς τής Κόλασης τυλίξου καπνούς, για να μη δει το κοφτερό μαχαίρι μου την πληγή που θανοίξει,
και μήτε ο ουρανός να με κοιτάξει
μέσ’ απ’ του σκοταδιού το καταπέτασμα
και κράξει : «Στάσου ! στάσου !».
Μετ: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου