Πομπεύοντας το αδύνατο
με λέξεις
Ανάβοντας ένα φωνήεν,
έρμαιο του αγίου σώματος που λειτουργείται,
να ημερέψει το σκότος
Σελώνοντας το τέλος
να διανύσεις πάλι το κενό το ακόρεστο
απ’ την αρχή να ξαναπιάσεις το τραγούδι
το πικρό
ως να γλυκάνει ο τρόμος
«μη
μη με παίρνεις
με γέλασαν
χάρε μη με παίρνεις
της άνοιξης τ’ αηδόνια με γέλασαν
μη
γιατί δεν με ξαναφέρνεις»
Πώς έγινε και μείναμε φτωχοί με τέτοια προίκα
Πώς έγινε και δαπανούμε χιλιάδες τις λέξεις
για να πούμε το σώμα
που ατραγούδιστο εχάθη στον καιρό του
Πώς έγινε και συχνάζουμε πια
στης ψυχής τα υπόγεια
Πώς έγινε κι όλο να φεύγει ο χορός
μακριά από τη μνήμη
Πώς έγινε και ξέπεσε σε δόλωμα το βλέμμα
και σε τρόμο,
εκεί που κατοικούσε κάποτε ο άνεμος
κι η γενναιοδωρία
Πώς έγινε να ξεκρεμάμε κάθε πρωινό
έναν απ’ τους σβησμένους εαυτούς,
να τον ντυνόμαστε κι ας μη μας πάει
κι ας τον μισούμε
όσο μισούμε το φύλλο του ημερολογίου
που μας πετάει ξοδεμένους
στον κάλαθο των ονείρων.
Πώς έγινε κι αντέχουμε την απουσία μας
Σήματα Λυγρά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου