Τις νύχτες που ύπνος δεν με πιάνει
σκέφτομαι τον θάνατο
του Κεβριόνη
Πάνω στην άμαξα του Έκτορα
τα γκέμια δυνατά βαστούσε
κι όλο το Π της Ιλιάδας
πασπάλιζε με σκόνη
Πέτρα ο Πάτροκλος βαριά
απ' το έδαφος υψώνει
στοχεύοντας τον Έκτορα να πλήξει
μα η πέτρα βρήκε τον Κεβριόνη
ανάμεσα στα φρύδια
θρυμμάτισε το κόκκαλο
μια γούβα έσκαψε βαθιά
κι ανάβλυσε μια ραψωδία
και του ηνίοχου τα μάτια
στο έδαφος χυθήκαν
και από κει τον ποιητή του τον τυφλό
μ' ένα παράπονο θωρούσαν
αλλού κορμί κι αλλού τα μάτια
αλλού η ζωή κι αλλού το ποίημα
Κι ύστερα πόλεμος ξεσπά
γύρω απ' το πτώμα
ποιος θα το αποσπάσει
Σπαθιά κοντάρια ορφάνεψαν
απ' τους πολεμιστές τους
κι όλα χαράξανε στη γη
το περίγραμμά του
μα ο νεκρός γαλήνιος ξάπλωνε
αγνοώντας
τι θόρυβος τι ορυμαγδός
γι' αυτόν γινόταν
και σκόνη τρύπωσε πολλή
στη θέση των ματιών του
Τις νύχτες που ύπνος δεν με πιάνει
μέσ' στο σκοτάδι φέγγουνε
τα μάτια του Κεβριόνη
ψάχνοντας νά 'βρουνε
το υπόλοιπό του σώμα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου