Μια μπάλα που ξεφούσκωσε στα πόδια των μνηστήρων
της υπηρέτριας χαρά που πια δεν τον φροντίζει
αργά που έλειωνε, αργά, ο σκύλος του ο Άργος...
Με τη μουσούδα ξέπνοα την κοπριά φυσούσε
ζητώντας ένα θάνατο βασιλικό καθάριο
τσίμπλες τα μάτια του γεμάτα
μπέρδευαν την ομίχλη με τον καπνό από το τζάκι
τ’ αφτιά του κρέμονταν παρατημένα
του σώματός του άχρηστες αποφύσεις
με αναίδεια περνούσαν από δίπλα του τ’ αγρίμια
και τα τσιμπούρια γλένταγαν την τελευταία γουλιά τους
τον ξεκοκκάλισε το γήρας
κι απ’ το τραπέζι αποχωρούσε τώρα ξανανιωμένο
δε μυριζόταν τίποτε, τον Όμηρο μην τον ακούτε,
τίποτε δεν κατάλαβε
όταν μια κάθετη σκιά είδε να τον ζυγώνει
κούνησε λίγο την ουρά, μα όταν τον προσπέρασε
απορημένος πέθανε
ο ηλίθιος
περίμενε φαΐ από ζητιάνο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου