Η Ιουλιέτα στο μπαλκόνι απευθύνεται στον Ρωμαίο.
Ξέρεις που η μάσκα της νυχτός κρύβει το πρόσωπό μου, Αλλιώς το χρώμα της ντροπής θάβλεπες να μου βάφει
την όψη γι’ αυτά που άκουσες απόψε να προφέρω.
Θάθελα να είχα κρατηθεί στους τύπους· να μπορούσα
τα λόγια πούχω πει να τ’ αρνηθώ. Μα τώρα πάνε
οι τύποι... Μ’ αγαπάς ; Θα μου απαντήσεις «ναι», το ξέρω.
Και θα πιστέψω ό,τι μου πεις. Μα ωστόσο, και όρκο αν πάρεις, μπορεί πάλι να μ’ αρνηθείς. Και λένε πως ο Δίας
γελάει όταν κανείς πατεί τους όρκους της αγάπης.
Καλέ Ρωμαίο, αν μ’ αγαπάς, πες μου το τίμια. Αν πάλι
θαρείς πως γρήγορα άφησα να με κερδίσεις, τότε
θα σοβαρέψω, θα γενώ κακιά, θα σου λέω «όχι»,
ώστε ν’ αρχίσεις να ζητάς πάλι να σ’ αγαπήσω.
Αλλιώς, ποτέ... Ναι, αυτό ’ναι αλήθεια, ευγενικέ Μοντέκη, εύκολα παραδίνομαι στα αιστήματά μου. Κι ίσως
θα πεις πως φέρθηκα αλαφριά. Ωστόσο πίστεψέ με,
θα σου δειχτώ πιστότερη απ’ τις άλλες που κατέχουν
πιότερη τέχνη, αδιάφορες να φαίνονται άμα θέλουν.
Θάπρεπε να δειχτώ κι εγώ πιο αδιάφορη σ’ εσένα,
τομολογώ. Μα πρόλαβες, πριν να σε καταλάβω,
κι άκουσες της αγάπης μου το μυστικό. Για τούτο
συχώρεσέ με, κι αλαφρό μην πάρεις το αίστημά μου
που έτσι σου το μαρτύρησε της νύχτας το σκοτάδι.
Πηγή: Μετ: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου