Υπήρχαν κι άλλα δυο πράγματα που τα συλλογιόμουν συνέχεια: η αυγή και η αίτηση χάριτος. Παρ' όλα αυτά, λογικευόμουν και προσπαθούσα να μην τα σκέφτομαι πια. Ξάπλωνα, κοίταζα τον ουρανό, έβαζα τα δυνατά μου να συγκεντρώσω το ενδιαφέρον μου εκεί. Όταν πρασίνιζε, ήταν βράδυ. Κατέβαλλα άλλη μια προσπάθεια για ν' αλλάξω την πορεία των σκέψεων μου. Άκουγα την καρδιά μου. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι αυτός ο χτύπος, που με συνόδευε εδώ και τόσο καιρό, κάποτε θα έπαυε. Ποτέ δεν είχα ζωηρή φαντασία. Πάσχιζα ωστόσο να φανταστώ τον εαυτό μου τη στιγμή ακριβώς που δε θ' άκουγα πια τους χτύπους της καρδιάς μου. Μάταια όμως. Η αυγή ή η αίτηση χάριτος υπερίσχυαν στη σκέψη μου. Κατέληγα να λέω στον εαυτό μου ότι το πιο λογικό ήταν να μη ζορίζομαι.
Έρχονταν την αυγή, το ήξερα. Τελικά, περνούσα τις νύχτες μου προσμένοντάς τη.
Ποτέ δε μου άρεσε να μ’ αιφνιδιάζουν. Όταν μου συμβαίνει κάτι, προτιμώ να είμαι
προετοιμασμένος. Γι’ αυτό και κατέληξα πια να κοιμάμαι λίγο τη μέρα, κι ολόκληρες
τις νύχτες μου καρτερούσα υπομονετικά να ξεπροβάλει το φως στο παράθυρο του
ουρανού. Το δυσκολότερο ήταν εκείνη η αμφίβολη ώρα που ήξερα ότι δρούσαν
συνήθως. Μετά τα μεσάνυχτα, περίμενα κι αφουγκραζόμουν. Ποτέ το αυτί μου δεν
είχε συλλάβει τόσους θορύβους, ποτέ δεν είχε ξεχωρίσει τόσο ανεπαίσθητους ήχους.
Μπορώ άλλωστε να πω ότι κατά κάποιο τρόπο ήμουν τυχερός όλη αυτή την περίοδο,
αφού ποτέ δεν άκουσα βήματα. Η μαμά συνήθιζε να λέει ότι ποτέ δεν είναι κανείς
εντελώς δυστυχισμένος. Συμφωνούσα μαζί της στη φυλακή μου, όταν ο ουρανός χρωματιζόταν και μια καινούργια μέρα γλιστρούσε στο κελί μου. Γιατί θα μπορούσα
κάλλιστα να είχα ακούσει βήματα και να ΄χε σπάσει η καρδιά μου. Όμως, ακόμα κι αν
στο παραμικρό σύρσιμο πεταγόμουν στην πόρτα, ακόμα κι αν, με το αυτί κολλημένο
στο ξύλο της, περίμενα αλαφιασμένος μέχρι που άκουγα την ίδια μου την ανάσα και
τρόμαζα που την έβρισκα βραχνή και ίδια κι απαράλλαχτη με αγκομαχητό σκυλιού,
παρ' όλα αυτά η καρδιά μου δεν έσπαζε κι είχα κερδίσει άλλες είκοσι τέσσερις ώρες
Αλμπέρ Καμύ, Ο Ξένος, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 121- 122.
Μετάφραση: Νίκη Καρακίτσου - Ντούζε, Μαρία Κασαμπαλόγλου - Ρομπλέν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου