στην τελευταία επίθεση· την φάτσα του την κρύβει
το χώμα: να μη βλέπει το φως το πικρό – σκοτοδίνη.
Ένας συμπαίκτης του γονατιστός τον παροτρύνει
με λέξεις, με τα χέρια, να σηκωθεί·
βλέπει τα μάτια του γεμάτα δάκρυα.
Το πλήθος –μέθη κοινή, ενιαία– φαίνεται να ξεχειλίζει
από το γήπεδο: γύρω από τη νικήτρια ομάδα στέκουν
κρεμασμένοι απ’ τον λαιμό της τόσοι και τόσοι αδελφοί.
Λίγες οι στιγμές οι ωραίες σαν και αυτή,
όπου σε μασάει το μίσος, και η αγάπη,
απτή, απτότατη σου δίνεται, στα μάτια σου, μπροστά σου.
Δίπλα στ’ απαραβίαστα δίχτυα του ο τερματοφύλακας
–ο άλλος– έχει μείνει, Όχι όμως η ψυχή του –
εκεί απ’ αυτόν έχει μείνει μοναχά το σώμα.
Η χαρά του κάνει κωλοτούμπες, κι ακόμα
φτιάχνει με το χέρι του φιλάκια
και τα στέλνει μακριά, πολύ μακριά του.
της γιορτής –λέει έτσι– είμαι μέρος και λόγου μου.
Πηγή: Ποιειν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου