Πέμπτη 30 Μαΐου 2024

Umberto Saba - Γκολ

Ο τερματοφύλακας επλόνζαρε, αλλά ματαίως,
στην τελευταία επίθεση· την φάτσα του την κρύβει
το χώμα: να μη βλέπει το φως το πικρό – σκοτοδίνη.
Ένας συμπαίκτης του γονατιστός τον παροτρύνει
με λέξεις, με τα χέρια, να σηκωθεί·
βλέπει τα μάτια του γεμάτα δάκρυα.
Το πλήθος –μέθη κοινή, ενιαία– φαίνεται να ξεχειλίζει
από το γήπεδο: γύρω από τη νικήτρια ομάδα στέκουν
κρεμασμένοι απ’ τον λαιμό της τόσοι και τόσοι αδελφοί.
Λίγες οι στιγμές οι ωραίες σαν και αυτή,
όπου σε μασάει το μίσος, και η αγάπη,
απτή, απτότατη σου δίνεται, στα μάτια σου, μπροστά σου.
Δίπλα στ’ απαραβίαστα δίχτυα του ο τερματοφύλακας
–ο άλλος– έχει μείνει, Όχι όμως η ψυχή του –
εκεί απ’ αυτόν έχει μείνει μοναχά το σώμα.
Η χαρά του κάνει κωλοτούμπες, κι ακόμα
φτιάχνει με το χέρι του φιλάκια
και τα στέλνει μακριά, πολύ μακριά του.
της γιορτής –λέει έτσι– είμαι μέρος και λόγου μου.

απόδοση Γιώργος Κεντρωτής
Πηγή: Ποιειν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου