Σαν πέσει η σελήνη στο αίμα ενός ανθρώπου
λευκή κι αβέβαιη, όπως στα μαύρα νερά ενός λιμανιού
να τρέμουν τα κομμάτια της και στα πλευρά του να χτυπά –
τότε ο γεμάτος θόρυβο, βρώμικος κόσμος της μέρας
δεν υπάρχει πια κι ούτε ποτέ υπήρξε αληθινά•
μα αντίθετα
αυτή η υγρή λευκή μαρμαρυγή
συσπάται και τραβιέται χτυπώντας, γλείφοντας μέσα βαθιά, ασημένια τα πλευρά του
την ψυχή του που ’ναι σκοτεινός ωκεανός εντός του.
Και στο τίναγμα του λευκού μαστιγίου της σελήνης
θαλάσσια ζώα στο νερό γέρνουν λοξά κι αστράφτουν φωτεινά
σε αγνή λάμψη οργής, οργής κάτω απ’ τη θάλασσα
στο φτηνό, μηχανοκίνητο της βρώμικης μέρας διάβα
που βρώμικο άφησε στη θάλασσα αφρό, ακόμα και τη νύχτα.
D. H. Lawrence, Ποιήματα, μτφρ. Κώστας Ιωάννου, εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα, Μάρτιος 1997, σ. 95.
Αντλήθηκε απ' το προφίλ του ποιητή Κώστα Ρεούση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου