«—ΣΙΓΑ. Μην τρέμεις. Είμαστε των τραγουδιών οι Μοίρες,
φτερά αρμονίας φέρνουμε
στα ψυχομαχητά,
κι αγνάντια στα χαροπαλέματα
τα μουσικά ανυψώνουμε παλάτια,
και με φιλιά σα ροδοστάματα
γλυκά τα παραδίνουμε τα μάτια
στην αξημέρωτη νυχτιά.
Φως και φυτό, την κάθε υπέρτατη
λαχτάρα, που έφεξε και βλάστησε
μες στην καρδιά
κι έπνιξε γύρω της και θάμπωσε
κάθε άλλο βλαστομάνημα,
κάθε άλλη αστροφεγγιά,
τη μια λαχτάρα την υπέρτατη,
η θάλασσα του Τίποτε προτού να σε σκεπάσει,
φτωχή ζωούλα, που έζησες και τώρα σιγοσβείς,
πιοτό σού την εκάμαμε.
Στο διαμαντένιο τάσι
τον ουρανό σού φέρνουμε
για να τον πιεις.
Ξένε, σκληρά σού αυλάκωσε ο καιρός
τα μάγουλά σου,
κι είσαι σα βράδυ, ξένε, και λαμποκοπάς
από το χιόνι απάνου στα μαλλιά σου.
Ξένε, ταράζει ο βόγκος σου,
ξένε, σπαράζει το ξεψύχισμά σου·
του Ύμνου με τα χίλια στόματα
η γόησσα βρύση
από ποιό στόμα της ποθείς
να σε ποτίσει;
Του κόσμου το πολύβοο
τραγούδι θέλεις;
Ή το τραγούδι της ολύμπιας ομορφιάς,
που λάμπει αθάνατη στην πέτρα της Πεντέλης;
Του κάμπου θέλεις του κατάσπαρτου
το καταπράσινο τραγούδι;
Ή το τραγούδι του σπιτιού του ειρηνικού,
ή το τραγούδι της βροντής και των ανέμων,
ή το τραγούδι της κορφής που ξεχωρίζει,
ή το τραγούδι των ηρώων και των πολέμων;
Το τραγούδι διψάς του ωκεανού,
ή το τραγούδι του ωκεάνιου νου;
Μη θέλεις το τραγούδι
κάποιου παράδεισου αποπέρα,
γιά κάποιας γης αποδώ κάτου;
Ή το τραγούδι της ζωής
ή το τραγούδι του θανάτου;»
«—Τραγούδι τραγουδήστε μου χιλιοτραγουδημένο
τραγούδι και χιλιόκαλο,
με το πανάρχαιο το βιολί το μεταχειρισμένο,
με το γλυκό γλυκό βιολί.
Της Νιότης τραγουδήστε μου το αφρόντιστο τραγούδι,
και το τραγούδι των ολόχλωρων καρδιών·
τα μάτια, ω Μοίρες, κλείστε μου
με το βιολί των είκοσι χρονών…»
1902
Η ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ (1904)
φτερά αρμονίας φέρνουμε
στα ψυχομαχητά,
κι αγνάντια στα χαροπαλέματα
τα μουσικά ανυψώνουμε παλάτια,
και με φιλιά σα ροδοστάματα
γλυκά τα παραδίνουμε τα μάτια
στην αξημέρωτη νυχτιά.
Φως και φυτό, την κάθε υπέρτατη
λαχτάρα, που έφεξε και βλάστησε
μες στην καρδιά
κι έπνιξε γύρω της και θάμπωσε
κάθε άλλο βλαστομάνημα,
κάθε άλλη αστροφεγγιά,
τη μια λαχτάρα την υπέρτατη,
η θάλασσα του Τίποτε προτού να σε σκεπάσει,
φτωχή ζωούλα, που έζησες και τώρα σιγοσβείς,
πιοτό σού την εκάμαμε.
Στο διαμαντένιο τάσι
τον ουρανό σού φέρνουμε
για να τον πιεις.
Ξένε, σκληρά σού αυλάκωσε ο καιρός
τα μάγουλά σου,
κι είσαι σα βράδυ, ξένε, και λαμποκοπάς
από το χιόνι απάνου στα μαλλιά σου.
Ξένε, ταράζει ο βόγκος σου,
ξένε, σπαράζει το ξεψύχισμά σου·
του Ύμνου με τα χίλια στόματα
η γόησσα βρύση
από ποιό στόμα της ποθείς
να σε ποτίσει;
Του κόσμου το πολύβοο
τραγούδι θέλεις;
Ή το τραγούδι της ολύμπιας ομορφιάς,
που λάμπει αθάνατη στην πέτρα της Πεντέλης;
Του κάμπου θέλεις του κατάσπαρτου
το καταπράσινο τραγούδι;
Ή το τραγούδι του σπιτιού του ειρηνικού,
ή το τραγούδι της βροντής και των ανέμων,
ή το τραγούδι της κορφής που ξεχωρίζει,
ή το τραγούδι των ηρώων και των πολέμων;
Το τραγούδι διψάς του ωκεανού,
ή το τραγούδι του ωκεάνιου νου;
Μη θέλεις το τραγούδι
κάποιου παράδεισου αποπέρα,
γιά κάποιας γης αποδώ κάτου;
Ή το τραγούδι της ζωής
ή το τραγούδι του θανάτου;»
«—Τραγούδι τραγουδήστε μου χιλιοτραγουδημένο
τραγούδι και χιλιόκαλο,
με το πανάρχαιο το βιολί το μεταχειρισμένο,
με το γλυκό γλυκό βιολί.
Της Νιότης τραγουδήστε μου το αφρόντιστο τραγούδι,
και το τραγούδι των ολόχλωρων καρδιών·
τα μάτια, ω Μοίρες, κλείστε μου
με το βιολί των είκοσι χρονών…»
1902
Η ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ (1904)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου