Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2022

Alfonsina Storni - Λιτανείες της νεκρής γης


Για το ανθρώπινο γένος θα έρθει μια μέρα
Που σαν δεντρί ματαιότητας θα το κυριεύσει η ξέρα.
Κι ο γέρο ήλιος στην απλωσιά τ’ ουρανού
Κάρβουνο άχρηστο θα γίνει σβησμένου πυρσού.
Θα ‘ρθει μια μέρα που του κόσμου η παγωνιά
Σιγή του πένθους θα γίνει πολύ βαθιά:
Ίσκιος βαρύτατος στον πλανήτη θα πέσει
Κι η Άνοιξη ποτέ πια δεν θα επιστρέψει∙
Σαν μάτι τυφλό η γη πεθαμένη,
Θα συνεχίσει να γυρνά συνεχώς ταραγμένη,
Αλλά μέσα στο έρεβος, στα τυφλά, μοναχή της
Δίχως «αχ» και τραγούδια, δίχως την προσευχή της.
Μόνη με όλα τα όντα της τ’ αγαπημένα
Κουρασμένα στον κόρφο της και κοιμισμένα.
(Μάνα που κινείται ακόμη και με τα πικρά τα φαρμάκια της
Που αφήνουν στο στήθος της τα πεθαμένα παιδάκια της)
Τίποτα όρθιο… Πολιτείες ερείπια, διαλυμένες
Θ’ ανέχεται πάνω στις πλάτες της τις τσακισμένες
Απ’ τα μεγάλα τα ύψη, κατάμαυρη, το βουνό
Θα την θωρεί με το βλέμμα του το φθονερό
Ίσως κι η θάλασσα άλλο δεν θα ‘ναι από ‘να σκληρό
Κομμάτι πάγου, μέσα και έξω εντελώς σκοτεινό.
Και μες την αγωνία της και την μοναξιά της
Θα ονειρευτεί τα δάση της και τα κύματα της
Θα ‘ναι τα χρόνια όπως περνούν, μια προσμονή
Ενός πλοίου, να οργώσει το στέρνο της σαν το υνί
Κι εκεί που η άμμος σωρουδάκια θ’ αφήνει,
Με τ’ ακροθαλάσσι θα ονειρευτεί και τη σελήνη
Θα της μένει μόνο ο πόθος και τίποτα άλλο
Γιατί το φεγγάρι της θα ‘ναι σαν κοιμητήρι μεγάλο
Ματαίως θα θέλει ο πάγος στα δύο ν’ ανοίξει
Ανθρώπους και βράχους να τους ρουφήξει
Ν’ ακούσει πάνω τους την τρομερή την κραυγή
Του ναυαγού που σ’ όλο τ’ άπειρο δυνατά αντηχεί:
Δεν θ’ απομείνει τίποτα ∙ από πόλο σε πόλο
Αγέρας μονήρης θα σβήσει τον κόσμο όλο
Τις φιλήδονες οικίες των Λατίνων
Και τα μίζερα καταφύγια των Βεδουίνων
Των Εσκιμώων τους άφεγγους οικίσκους τους θολωτούς
Και τους εξαίσιους και μεγαλόπρεπους καθεδρικούς
Κι οι μαύροι, οι κίτρινοι και οι ερυθροί,
Οι μιγάδες, οι μελαψοί και οι λευκοί
Θα κοιταχτούνε τότε όπως θα ‘ναι κάτω απ’ τη γη
Ζητώντας συγχώρεση για του πολέμου τη τόση σφαγή
Από τα χέρια πιασμένοι, την ολοστρόγγυλη γη
Στον μεγάλο τους κύκλο θα την κάνουν να μπει.
Βαριά θα στενάξουν με μία φωνή:
_Ω, τι μάταιος πόνος που δεν ωφελεί!
_Ήταν κήπος ο κόσμος , μεγάλος ροδώνας
Οι μεγαλόπρεπες πόλεις του ήταν κανόνας
Άλλες απλωμένες στo μήκος των ποταμών
Κι άλλες σε λίμνες και στην καρδιά των δασών
_Τις διασχίζανε λεπτές τρένων γραμμές
Που με τον τρόπο τους ήταν ελπίδες πιστές
Τα χωράφια άνθιζαν και παντού απλωνόταν
Ολόδροσος κάμπος που απ’ το γέλιο σειόταν
_Κι αντί όλ’ αυτό να γίνει δικό μας: ανά χείρας μαχαίρι
Αδερφός φονεμένος απ’ τ’ αδερφού του το χέρι
_ Τις προσβολές της έριχνε η μια γυναίκα στην άλλη
Τον κόσμο κυρίευε των εμπόρων η παραζάλη:
Χτυπούσαμε ενάντια σε ό,τι ήταν καλό
Λάσπη του ρίχναμε και φαρμάκι πικρό
Και τώρα κόκκαλα άσπρα, τη στρόγγυλη γη
Κυκλωμένη την έχουμε σ’ αγκαλιά αδερφική
_Κι απ’ την ανθρώπινη μας φευγαλέα πυρά
δεν έμεινε τίποτα όρθιο στη γη πουθενά
Μα, όμως ποιος ξέρει αν μοναχό και βουβό
Γυμνό κάποιο άγαλμα δεν έχει απομείνει ορθό
Κι έτσι να γίνει, ενώ απ’ τους ίσκιους δρόμους θ’ ανοίγει,
Άσυλο έσχατο όπου κάποια ιδέα θα καταφύγει
Καταφύγιο έσχατο για εκείνη την φόρμα
Που να ορίσει θέλησε τον Θείο κανόνα
Και απ’ την ίδια τη χάρη του έχοντας πάθει ζημιά,
Χωρίς να τη νιώθει, θα συναντήσει την ομορφιά
Και κάποιο αστέρι τρυφερό και γλυκό
Μπορεί να ρωτήσει ποιο ειν’ το κορίτσι αυτό;
Ποια είναι αυτή η γυναίκα που έτσι τολμά
Μόνη μες σ’ ένα κόσμο νεκρό να περπατά;
Από ουράνιο ένστικτο θα την αγαπήσει
Μέχρι να πέσει το βάθρο του να το γκρεμίσει
Και από μια απροσδιόριστη λύπηση ίσως μια μέρα
για τ’ ανθρώπινο ον και τη φτωχή, γήινη σφαίρα
Ένας ήλιος, περαστικός ταξιδιώτης, το φως του ν’ ανάψει
να της δώσει και πάλι φωτιά στην πρώτη του λάμψη
Και να της πει : _ Ω, γη κουρασμένη, εξαντλημένη
Ονειρέψου για λίγο την Άνοιξη την μυρωμένη!
Πάρε με μέσα σου για στιγμή: είμαι η ψυχή
Του Σύμπαντος που ησυχία δεν βρίσκει, δεν έχει φωνή…
Πως το χώμα συθέμελα θα δονηθεί
Απ’ τους νεκρούς της που είναι μέσα εκεί!
Πως μέσα απ’ το Θείο το Φως με αγώνα μεγάλο
του υπέρλαμπρου άστρου θα θέλουν να φτάσουν την άλω!
Εις μάτην! Εις μάτην! πυκνές πολύ και όλο πιο πάνω
οι στρώσεις της γης, αχ! στους σκελετούς τους επάνω
Όλοι ένας σωρός και ηττημένοι για τα καλά
Δεν θα μπορέσουν ν’ αφήσουν την παλιά τους φωλιά
Και στο άστρο που θα προσπερνά και θα τους καλεί
Κανείς άνθρωπος δεν θα μπορεί να φωνάξει: «σε θέλω πολύ!»
(Από τη Συλλογή “Languidez”,1920)
(μετφρ. : Στέργιος Ντέρτσας)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου