Δεν ομιλώ για τον ποιητή
που γράφει το νέο ποίμα
“Φόβος ποιητή”
αλλά έτσι για κάποιο
κάποιο φανταστικό.
Έναν όπου με ακολουθούσε
ένα σαιξπήριο Φου
όπου αυτός ο ποιητής του
Ρωτούσε
Διάβαζε
Ερμήνευε
και όχι.
Έγραφε και φοβόταν
μήπως δεν είναι ποίηση.
Ήθελε να εξηγεί
Ήθελε στην κενωνία
την άτιμη
ν’ άρεσε
το ύφος του ο πόνος του
οι συμβουλές του
κι έλεγε:
“Άτιμη κενωνία
τον ποιητή σου!”
Και καθώς τις νύχτες πετούσε
με τα ποιητικά φτερά
όπου αυτός γεννούσε
σε διανυκτερεύοντα μπαρ
φιλολογικά σαλόνια
σαν Κλαίρη Μπουθ
μεθούσε πονούσε
και έλεγε
“Στον ποιητή”
κι άφηνε της νύχτας τ’ αμάξι.
Νύκτα
και Νύχτα
δεν τα ξεχώριζε
“στον ποητή ξημερώνει”
κι όλο πονούσε
κι όλο φοβότανε
αν
τα κατάφερνε.
Τώρα θα συλλογιέται
τι να γράφει ο ποιητής
αφού εγώ χρόνια του λείπω.
*“Κορέκτ – Φόβος ποιητή”, εκδ. Μανδραγόρας, 1996.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου