Ανία
(Σ’ ένα Φθισιατρείο)
«Κουράστηκα να βλέπω τη βροχή
μέρα-νύχτα σα μοιρολόι να στάζη.
Απ’ της καρδιάς μου την πληγή αίμα στάζει
κ ’έχω μιαν άρρωστη ψυχή.
Στη διπλανή μου κάμαρα πεθαίνει
μια νέα μόλις είκοσι χρονώ.
Ανέβηκε να γειάνη στο βουνό
κι όμως ο θάνατος παντού πηγαίνει.
Ως τα δέκα μετρώ στα δάχτυλά μου
και πάλι ξαναρχίζω απ’ την αρχή.
Ως πότε θα βαστάξη αυτή η βροχή;
Οξω θαρρώ πως είμαι απ’ την τροχιά μου.
Πώς να γιατρέψω τη ψυχή μου, πώς;
Τάχα κι αυτό δε θάτανε μια πλάνη;
Από του αίματός μου τη μελάνη
του τραγουδιού μου γράφεται ο σκοπός.
Αχ! Να μπορούσα μόνο ν’ αγναντέψω
στον ουρανό ένα σύννεφο χρυσό.
Την έκφραση της θλίψης τη μισώ.
Στην Αίγυπτο ποθώ να ταξιδέψω».
Στο Τέρμα
Στο τέρμα της ζωής μου έχω φτάσει,
κατάκοπη απ’ την πορεία τη δεινή.
Μια νύχτα με κυκλώνει σκοτεινή,
που το φτωχό κορμί θα ξαποστάσει.
Την πόρτα του θανάτου ηύρα κλειστή
και μάταια χτυπώ το μάνταλό της.
Θέλω η ψυχή μου εκεί να δροσιστεί
απ’ το πικρότατο μαρτύριό της.
Άλικο αίμα πια δε μου έχει μείνει
για να ξαναγυρίσω πίσω στη ζωή.
Στους ζωντανούς γυρίζω μια νεκρή,
δίχως του τάφου να’ χω τη γαλήνη.
Μες στα χέρια σου
Μες στα χέρια σου πάρε με,
σαν πουλί λαβωμένο,
σαν πουλί που το χτύπησε
ένα βόλι κακό,
και στο δρόμο το πέταξε
με φτερό τσακισμένο,
με φτερό που του κόπηκε
σε τραγούδι γλυκό.
Μες στα χέρια σου πάρε με,
σα μητέρα που παίρνει,
με λαχτάρα και πόνο
τ’ άρρωστό της παιδί.
Χειμωνιάτικη μπόρα
την καρδιά μου τη δέρνει
και τον ήλιο ανώφελα
περιμένει να ιδεί.
«…Πέτα λοιπόν τα σάρκινα δεσμά,
ψυχή, της χωματένιας ομορφιάς σου.
Άβυσσος χάσκει πίσω σου η ζωή
και λυτρωτής ο θάνατος μπροστά σου…»
– Απολύτρωση –
Μπαλάντα των φθισικών
(Που ζούνε στα σανατόρια)
«Της ζωής απόκληροι κι’ απελπισμένοι,
με μια αγωνία προσμένουν θλιβερή
το θάνατο, στον πόνο τους δοσμένοι.
Το βλέμμα τους νοσταλγικό ιστορεί
πως κάποτες υπήρξανε καιροί
που γι αυτούς η χαρά δεν ήταν ξένη.
Όμως μια μοίρα πρόσταξε σκληρή
στους ζωντανούς να ζούνε πεθαμένοι.
Από τον ίδιο πόνο αδελφωμένοι,
δυό-δυό τους βλέπεις να τραβούν ωχροί,
την ώρα που μια θλίψη μάς βαραίνει
την ώρα που το μούχρωμα βαρύ
πέφτει για να τυλίξη μια ανθηρή
νιότη ,που το σκουλήκι τη μαραίνει,
αφού μια μοίρα πρόσταξε σκληρή
στους ζωντανούς να ζούνε πεθαμένοι
.
Πεθαίνουνε μιαν άνοιξη ανθισμένη
ή φθινοπώρου μέρα βροχερή
όταν η γη ριγεί κιτρινιασμένη
όταν τα φύλλα πέφτουν απ’ τη δρύ
και το χαμόγελό τους μαρτυρεί
ότι μαζί κι ο πόνος τους πεθαίνη
αφού μια μοίρα πρόσταξε σκληρή
μες στη ζωή να ζούνε πεθαμένοι.
Μ’αν η ζωή τους είναι έτσι πικρή
απ’ τους θεούς αυτοί είναι διαλεγμένοι.
Γι’ αυτό κανείς δεν πρέπει ν’ απορή
στους ζωντανούς πως ζούνε πεθαμένοι».
Σ’ αγαπώ
Σ’ αγαπώ και με λόγια σκληρά ας μιλώ σα σε βλέπω.
Είναι η αγάπη μου απέραντη, σαν του ήλιου το φως.
Μυστικά θα λατρεύεσαι, συ που είσαι για μένα
των ονείρων μου στόλισμα κι ο κρυφός στοχασμός.
Σε πονώ κι ας γελώ με κακία της καρδιάς σου τον πόνο.
Της αγάπης σου σκλάβα είμαι κι όχι κυρά.
Κι αν αγέρωχα διώχνω τα γλυκά σου τα χάδια,
άλλα χάδια σού παίρνω πιο πολύ τρυφερά.
Εντάφιον
Τρεις μήνες μες στον τάφο μου θαμμένη
Τρεις μήνες παν που πέθανα κι εγώ
Ανώφελες προσπάθειες να βγω
Μ’ έχουνε τα σκουλήκια φαγωμένη
Το φιλντισένιο το κορμί μου θέμα.
Στου θανάτου τ’ αδέρφια αυτά έχει γίνει
Ω πανδαισία ερωτική χωρίς οδύνη
Βλέπω να τρων’ μια σάρκα δίχως αίμα
Τα πλούσια μαλλιά μου πια χωρίσαν
Απ’ την απαίσια νεκροκεφαλή.
Το τελευταίο μου δώσανε φιλί
Δυο φίδια που τα μάτια μου εξορίξαν
Ρόδινα μέλη τώρα σαπισμένα
Λυπαίνετε του τάφου σας το χώμα
Της αποσύνθεσης σκορπάτε βρώμα
Κόκκινα χείλη με πόθο φιλημένα
Αναδημοσίευση από: https://www.fractalart.gr/anthoyla-stathopoyloy-vafopoyloy/
«Κουράστηκα να βλέπω τη βροχή
μέρα-νύχτα σα μοιρολόι να στάζη.
Απ’ της καρδιάς μου την πληγή αίμα στάζει
κ ’έχω μιαν άρρωστη ψυχή.
Στη διπλανή μου κάμαρα πεθαίνει
μια νέα μόλις είκοσι χρονώ.
Ανέβηκε να γειάνη στο βουνό
κι όμως ο θάνατος παντού πηγαίνει.
Ως τα δέκα μετρώ στα δάχτυλά μου
και πάλι ξαναρχίζω απ’ την αρχή.
Ως πότε θα βαστάξη αυτή η βροχή;
Οξω θαρρώ πως είμαι απ’ την τροχιά μου.
Πώς να γιατρέψω τη ψυχή μου, πώς;
Τάχα κι αυτό δε θάτανε μια πλάνη;
Από του αίματός μου τη μελάνη
του τραγουδιού μου γράφεται ο σκοπός.
Αχ! Να μπορούσα μόνο ν’ αγναντέψω
στον ουρανό ένα σύννεφο χρυσό.
Την έκφραση της θλίψης τη μισώ.
Στην Αίγυπτο ποθώ να ταξιδέψω».
Στο Τέρμα
Στο τέρμα της ζωής μου έχω φτάσει,
κατάκοπη απ’ την πορεία τη δεινή.
Μια νύχτα με κυκλώνει σκοτεινή,
που το φτωχό κορμί θα ξαποστάσει.
Την πόρτα του θανάτου ηύρα κλειστή
και μάταια χτυπώ το μάνταλό της.
Θέλω η ψυχή μου εκεί να δροσιστεί
απ’ το πικρότατο μαρτύριό της.
Άλικο αίμα πια δε μου έχει μείνει
για να ξαναγυρίσω πίσω στη ζωή.
Στους ζωντανούς γυρίζω μια νεκρή,
δίχως του τάφου να’ χω τη γαλήνη.
Μες στα χέρια σου
Μες στα χέρια σου πάρε με,
σαν πουλί λαβωμένο,
σαν πουλί που το χτύπησε
ένα βόλι κακό,
και στο δρόμο το πέταξε
με φτερό τσακισμένο,
με φτερό που του κόπηκε
σε τραγούδι γλυκό.
Μες στα χέρια σου πάρε με,
σα μητέρα που παίρνει,
με λαχτάρα και πόνο
τ’ άρρωστό της παιδί.
Χειμωνιάτικη μπόρα
την καρδιά μου τη δέρνει
και τον ήλιο ανώφελα
περιμένει να ιδεί.
«…Πέτα λοιπόν τα σάρκινα δεσμά,
ψυχή, της χωματένιας ομορφιάς σου.
Άβυσσος χάσκει πίσω σου η ζωή
και λυτρωτής ο θάνατος μπροστά σου…»
– Απολύτρωση –
Μπαλάντα των φθισικών
(Που ζούνε στα σανατόρια)
«Της ζωής απόκληροι κι’ απελπισμένοι,
με μια αγωνία προσμένουν θλιβερή
το θάνατο, στον πόνο τους δοσμένοι.
Το βλέμμα τους νοσταλγικό ιστορεί
πως κάποτες υπήρξανε καιροί
που γι αυτούς η χαρά δεν ήταν ξένη.
Όμως μια μοίρα πρόσταξε σκληρή
στους ζωντανούς να ζούνε πεθαμένοι.
Από τον ίδιο πόνο αδελφωμένοι,
δυό-δυό τους βλέπεις να τραβούν ωχροί,
την ώρα που μια θλίψη μάς βαραίνει
την ώρα που το μούχρωμα βαρύ
πέφτει για να τυλίξη μια ανθηρή
νιότη ,που το σκουλήκι τη μαραίνει,
αφού μια μοίρα πρόσταξε σκληρή
στους ζωντανούς να ζούνε πεθαμένοι
.
Πεθαίνουνε μιαν άνοιξη ανθισμένη
ή φθινοπώρου μέρα βροχερή
όταν η γη ριγεί κιτρινιασμένη
όταν τα φύλλα πέφτουν απ’ τη δρύ
και το χαμόγελό τους μαρτυρεί
ότι μαζί κι ο πόνος τους πεθαίνη
αφού μια μοίρα πρόσταξε σκληρή
μες στη ζωή να ζούνε πεθαμένοι.
Μ’αν η ζωή τους είναι έτσι πικρή
απ’ τους θεούς αυτοί είναι διαλεγμένοι.
Γι’ αυτό κανείς δεν πρέπει ν’ απορή
στους ζωντανούς πως ζούνε πεθαμένοι».
Σ’ αγαπώ
Σ’ αγαπώ και με λόγια σκληρά ας μιλώ σα σε βλέπω.
Είναι η αγάπη μου απέραντη, σαν του ήλιου το φως.
Μυστικά θα λατρεύεσαι, συ που είσαι για μένα
των ονείρων μου στόλισμα κι ο κρυφός στοχασμός.
Σε πονώ κι ας γελώ με κακία της καρδιάς σου τον πόνο.
Της αγάπης σου σκλάβα είμαι κι όχι κυρά.
Κι αν αγέρωχα διώχνω τα γλυκά σου τα χάδια,
άλλα χάδια σού παίρνω πιο πολύ τρυφερά.
Εντάφιον
Τρεις μήνες μες στον τάφο μου θαμμένη
Τρεις μήνες παν που πέθανα κι εγώ
Ανώφελες προσπάθειες να βγω
Μ’ έχουνε τα σκουλήκια φαγωμένη
Το φιλντισένιο το κορμί μου θέμα.
Στου θανάτου τ’ αδέρφια αυτά έχει γίνει
Ω πανδαισία ερωτική χωρίς οδύνη
Βλέπω να τρων’ μια σάρκα δίχως αίμα
Τα πλούσια μαλλιά μου πια χωρίσαν
Απ’ την απαίσια νεκροκεφαλή.
Το τελευταίο μου δώσανε φιλί
Δυο φίδια που τα μάτια μου εξορίξαν
Ρόδινα μέλη τώρα σαπισμένα
Λυπαίνετε του τάφου σας το χώμα
Της αποσύνθεσης σκορπάτε βρώμα
Κόκκινα χείλη με πόθο φιλημένα
Αναδημοσίευση από: https://www.fractalart.gr/anthoyla-stathopoyloy-vafopoyloy/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου