Τα Χριστούγεννα, οι δρόμοι έχουν την απατηλή ελπίδα
πως ο κόσμος θα προχωρήσει,
οι βιτρίνες φωτίζονται απ’ την ψευδαίσθηση της επάρκειας
οι άνθρωποι βιάζονται
στοιβάζουν σε πολυτελείς βαλίτσες πρόχειρες προσδοκίες
ταξιδεύουν με βλέμμα υπνωτισμένο.
Ρούχα ακριβά, εναγκαλισμοί σιδερωμένοι, αρώματα προσωρινά
σαν την αυταπάτη της χαράς.
Στα μπαλκόνια σκαρφαλώνουν αγιοβασίληδες ψεύτικοι
τα ξύλα πυρπολούνται στα τζάκια
όπως τα διαψευσμένα όνειρα της νιότης.
Ευχές προκατασκευασμένες, φιλιά κοινόχρηστα,
σχέσεις που παγώνουν απ’ το τεχνητό χιόνι,
διακοπές σε πλάνες πέντε αστέρων. Κι ύστερα πάλι… τίποτα.
Απλώς, μια νιφάδα που γίνεται κρύσταλλος
στο δακρυσμένο βλέμμα του άστεγου,
μια τσάντα με φαγητό κρεμασμένη στον κάδο,
μια συλλογή από σκουπίδια στην ψυχή μας,
οικογενειακές συγκεντρώσεις με μηχανική υποστήριξη
ένα παλτό γούνινο που αποδρά απ’ την κρεμάστρα
ο Χριστουγεννιάτικος φόνος μιας αλεπούς. Μα το αστέρι, εκεί ψηλά,
θες από πείσμα, θες από συνήθεια,
-εγώ νομίζω από αγάπη – φωτίζει ακόμη.
Κι έτσι, ακόμη κι εγώ,
αυτοδίδακτος αλπινιστής του ονείρου
επιχειρώ νυχτερινό ταξίδι στον ουρανό
μόνο και μόνο για να δω πώς νιώθουν
οι ετερόφωτοι, εφήμεροι κομήτες…
Πέτρος Λυγίζος
Πηγή: https://www.bibliotheque.gr/article/44208
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου