2. Πρέπει να βολευτώ στην αγκαλιά σου.
Κυρίως πρέπει να προφυλάξω
τα μάτια μου από τα χιόνια
του καλοκαιριού.
4. Κάθεσαι στην καρέκλα και κοιτάζεις
το φεγγάρι στον τοίχο. Στα τυφλά
στα μουγκά, ψάχνω τα χέρια μου.
Τα φοράω και καπνίζω.
6. Πολλοί άνθρωποι άσπρισαν
γύρω μου. Γίνανε ασβέστης.
-Με την κιμωλία τους
γράφω ποιήματα.
8. Τα ρούχα μας μπερδεμένα
στην καρέκλα, μοιάζουν
φίδια σε οργασμό.
9. Αυτές οι βυζαντινές κοπέλες
που βλέπω κάθε μέρα
επαληθεύουν τους εσπερινούς
και τα κυπαρίσσια.
12. Πηγαίνω άκρη-άκρη στο λαιμό σου
Η καμπύλη πάλλεται.
Έχει φωλιές,
πολλές φωλιές.
Από το στόμα μου
τρέχουν χώματα.
14. Αυτό το χειμώνα θα ρίξω τα ποιήματα
στη σόμπα για να ζεσταθούμε. Θα σκάνε
οι λέξεις σαν κοριοί στη φωτιά, θα γεμίσει
η σόμπα αίμα, θα σβήσει - θα παγώσουμε-
16. Φούντωσε το χορτάρι στο δωμάτιο
Δεν μπορώ να μετακινηθώ. Ένα λιοντάρι
με περιεργάζεται με τα κίτρινα μάτια του.
Δεν είμαι ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων,
ο Γιάννης είμαι και δεν θέλω ούτε λιοντάρια
ούτε ανθρώπους. Το δωμάτιο θέλω να καθαρίσω
και να καθίσω σε μια καρέκλα να ξεκουραστώ.
19. Τρέχοντας σ’ αυτή την ταινία τρόμου
μαζί με τους πεθαμένους - ένας πεθαμένος
παίζει όμποε- δεν ευθύνεται για τίποτα.
Άλλοι γράψανε το σενάριο, άλλοι χειρίζονται
τις μηχανές, άλλοι ελέγχουν τους φωτισμούς
κι ο μέγας σκηνοθέτης έχει πάντα τον τελευταίο λόγο
21. Πρωί -πρωί χιλιάδες μικρά κορίτσια
με ποδήλατα τρέχουν σε κατηφόρες
ανεμίζοντας ποιήματα του Ανδρέα Εμπειρίκου
23. Έρχεται πάλι καλοκαιριάτικα αυτός
ο Φρανς Κάφκα. Κάθεται. Παίζουμε σκάκι.
Πίνουμε γάλα -που πολύ ταιριάζει
με τα μαύρα ρούχα - Λέμε αστεία
και γελάμε. Έχει ένα σιδερένιο βήχα
που με αναστατώνει. Βγάζει το παλτό
και με ρωτάει για σένα. Του εξηγώ
ότι κοιμάσαι δίπλα. Συνεχίζουμε.
Τα ξημερώματα φεύγει, παίρνοντας μαζί του
το μισό δωμάτιο -όπως πάντα με κερδίζει
26. Κυρίως είμαι κηπουρός στις πέτρες
27. Κάθε βράδυ η γυναίκα του διπλανού
διαμερίσματος καταλαβαίνω ότι είναι γυναίκα
από το θόρυβο των μαλλιών- καρφώνει κάτι
στον τοίχο. Μπορεί τα μυστικά της, μπορεί
τα κουζινικά της. Όχι, καρφώνει το χέρι της
ψηλά και έτσι κρεμασμένη κοιμάται σαν νυχτερίδα.
31. Έγειρε λίγο και κοίταξε στα μάτια
τον κόσμο. Ένα χορωδιακό γέλιο
ανέβηκε στον ουρανό.
Μετά ακούστηκαν κέρμα και λαμαρίνες
στην άσφαλτο
33. Ο πολιτισμός, μύγα κάθεται
στα γένια μου. Γεννάει τα αυγά του
-με βρομίζει- λες και είμαι πεθαμένος.
37. Κάθομαι τα βράδια και ταιριάζω
γράμματα, λέξεις και αναπνοές.
Με φακούς, με κόλλες
με γυμνό μάτι, με ψαλίδια.
Την άλλη μέρα κάτασπρος
στο αλατωρυχείο μαυρίζω
38. Να είσαι ένας ήλιος πεταμένος
στα χώματα. Τα δένδρα να κρέμονται
από τον ουρανό με ρίζες στα μαλλιά σου.
Να είμαι ένας άπελπις.
39. Πάντα ο δολοφόνος επιστρέφει στον τόπο
του ποιήματος. Ρωτάει τους περαστικούς,
κάνει τον ανήξερο, είναι πρόθυμος
να συνεργαστεί με τις αστυνομικές αρχές.
Δίνει τα χαρακτηριστικά του στη σήμανση.
Κρυμμένος στην ανωνυμία, περιμένει.
Μόλις δει αιχμηρό αντικείμενο, χτυπάει.
Αν δεν βρει θύμα, ορμάει στον εαυτό του.
40. Τυλιγμένη στην εσάρπα σου
μοιάζεις με ψάρι σε δίχτυ.
– Από τα τελευταία της αποξηραμένης
λίμνης, με τα πράσινα νερά –
42. Μιλάει ο γέρος: αυτά τα σκουριασμένα χείλια,
με το κενό των δοντιών δε θα σε φιλήσουν.
Αυτά τα δάχτυλα με τα άλατα, που τρίζουν
δε θα χαϊδεύουν το φύλλο σου -ένα τσιγάρο
κρατούν και προσπαθούν να μπουν στα γάντια-
(Έχω ξεχάσει την περιπέτεια των χρωμάτων
και τα μάτια σου)
44. Οι άνθρωποι που γνώρισες αφήνουν
στίγματα πάνω σου.
Έρχεται καιρός που είναι κατάστικτος.
(Έτσι γίνονται ποιήματα-πολιτισμοί-καταστροφές)
46. Πετάω λέξεις μες στο στόμα σου.
Πετάω τον ύπνο σε βαθιές πρασινάδες
Πετάω νόμισμα στο τραγούδι
Δε γίνεται καμιά έκρηξη.
Απλώς ξεχνιέμαι.
48. Ο μικρός Μίλτος κάθεται στα χαλάσματα.
Λέει ένα κόκκινο τραγούδι.
Το τραγούδι έχει κλωστές , πολλές κλωστές.
Σε λίγο θα γίνει τριχιά και θα σας πνίξει.
51.
στον Γιώργο Χειμωνά
Τρέχεις, σε κυνηγάνε εικόνες πήλινες.
Σπάζεις τον καλαμένιο φράχτη
και βρίσκεσαι σε άλλη χώρα.
Όπου άλλοι άνθρωποι, άλλα
ονόματα, άλλη γραφή –χάλκινη.
62. Απογευματάκι, στρίβαμε τη γωνία
Ένα δένδρο έπλεε στον αέρα.
Το ποίημα άσπριζε τόπους τόπους.
66. Θα κόψω αρχαίο νόμισμα
με το κεφάλι σου. Μετά
στα εργαστήρια θα ψάχνουν
για δυναστείες, χρονολογίες και τα συναφή.
Φαγωμένες όλες οι ενδείξεις από το χώμα,
από το θειάφι -μόνο το ένα μάτι
κάτι θα θυμίζει απ’ τα παλιά-
Εγώ δεν θα ζω για να δώσω εξηγήσεις.
Έτσι στη βιτρίνα θα μείνεις μεταλλική
κραυγή αναπάντητη.
67. Όταν πάω να σε φιλήσω
όλο κρύβεσαι –λες και θα σε φωτογραφίσω-
Κατεβάζεις το κεφάλι και ο αυχένας σου
τρέχει ποτάμι, χύνεται στο απόγευμα.
Κάθομαι άνεργος, σε κοιτάζω να πρασινίζεις.
Αργότερα κλείνομαι στην τουαλέτα
και προσπαθώ να βάλω τα πράγματα στη θέση τους.
Λέω λοιπόν: τη λάμπα φεγγάρι,
τον καθρέφτη ουρανό και εγώ που χτενίζομαι
εκεί μέσα άνθρωπος – έξω η νύχτα.
69. Ανοίγεις τα πόδια -ψαλίδι, διαβήτης-
Μοιρογνωμόνιο και μετράς:
την αντοχή μου, τη γωνία μου, την αγωνία μου
-στο πέταγμα, στο πέσιμο, στο σκάψιμο-
(ποτέ δεν κατάλαβα τη γεωμετρία
από παιδάκι ήμουνα μουσικός)
71. Φυσούσε ένα τραγούδι ξεχασμένο.
Ο κήπος αυτή τη φορά ήταν πραγματικός.
Τα αχλάδια μεγάλωναν πραγματικά όπως στα παραμύθια.
Πλησίαζα το στόμα σου και με κατάπινες
όπως στα παραμύθια.
74. Δεν ξέρω άλλο σώμα από το δικό σου
Κάθε μέρα το βουρτσίζω, το τινάζω
το μπαλώνω -λέμε κάνα δυο κουβέντες-
το φοράω ή κρύβομαι πίσω του και κοιτάζω
τον κόσμο.
76. Πάλι χάθηκα στην έρημο του κρεβατιού.
Παραμονεύουν λευκοί σκορπιοί και ήλιος.
81. Όλα τα είχα προβλέψει. Ότι χθες ήταν Τετάρτη.
Ότι θα έμπαινε στη θήκη, με τη σκουριά,
με τα φύκια, με το γάλα των ονείρων.
Όλα τα είχα προβλέψει, εκτός ότι το χώμα
-εξαιτίας μιας νευρικής κίνησης-
θα μας σκέπαζε για τα καλά.
86. Στο πάνω όνειρο, άσπρα σπίτια.
Ρόπτρα στις πόρτες. Τα σιδερένια χέρια
κρατούν γυάλινη σφαίρα -τον κόσμο-
Χτυπάνε και δεν ξυπνάω. Παρακάτω
η γυάλινη σφαίρα γίνεται μπάλα,
γίνεται κομμένο κεφάλι -την κλοτσάνε-
87. Το μεταχειρισμένο βλέμμα.
Οι παγωμένες εικόνες, τα χώματα,
οι ρίζες της μνήμης -τα ρούχα σου
ζεστά στο πάτωμα, μαζί με τα κομμένα
νύχια- Ξυρίζομαι. Φοράω τη μάσκα,
κρατάω περίστροφο και μπαίνω στη ζούγκλα
του ποιήματος.
90. Είδα ακόμα στην εξοχή, δένδρα
τυλιγμένα με κορδέλα μαγνητοταινίας.
Ο αέρας τα στροβίλιζε και ακουγότανε
μια ασημένια βυζαντινή μουσική.
Τρέχανε τα αυτοκίνητα, κορνάρανε,
πατούσανε μικρά θηλαστικά.
92. Το επόμενο βήμα.
Το επόμενο ποίημα.
Το επόμενο κύμα
των λέξεων -αίμα στο στόμα-
93. Ξύπνησα με κοντά παντελονάκια.
Κρατούσα με σπάγκο τον ουρανό
και πήγαινα και έκλαιγα.
94. Δεν μπορεί (κάποτε) εκεί
που με πονά η πλάτη,
θα πεταχτούν φτερά ή έστω ένα
και θα πετάξω κάθετα.
Κλείνοντας τα μάτια στις φωνές-
στις φωτιές του κόσμου.
95. Θα ξετυλίξω τη γάζα,
το σύννεφο (πάλι σε κρύβουν)
Θα φτάσω στο κουκούτσι του καιρού.
Το τρώω. Βγάζω, κλαριά, φύλλα,
καρπούς. Σκαρφαλώνω από μέσα
στον κορμό σου.
97. Σήμερα είναι όλα πλάγια στοιχεία
Όπως κοιμάσαι πλάι μου και από
τις μασχάλες σου πετάγονται
μυθιστορήματα τα βράδια.
98. Πάλι στης κουζίνας τα θαύματα
είμαστε. Με τα μαχαίρια να κόβουν
την ομορφιά σου στη μέση. Από το δάσος
του ψυγείου μαζεύουμε φρούτα. Ροκανίζω
τη φρυγανιά –το χρόνο μου, σ’ αυτή
την καθημερινή κρύπτη.
101. Τα φιλιά σου δεν είναι φιλιά.
Είναι κλωστές από παλιά τραγούδια.
Είναι το νόμισμα που δάγκωναν
οι πρόγονοί μας όταν τους κυλούσαν
στον Αχέροντα.
102. Μονοσάνδαλε εαυτέ μου,
τι όνειρο είδες στο βουνό
και σου έκοψε το χέρι η μέρα;
103. Με τον αέρα τρίβονται
οι πέτρες, ανάβουν.
Αυτές τις πέτρες κουβαλάω
στον ύπνο για να κτίσω
τη θάλασσα.
Ξυπνάω μ’ ένα φύλλο
για γλώσσα και παραμιλάω.
104. Αυτή η κοπέλα είναι χάρτινη,
είναι μολυβένια. Όταν όμως
τη φιλάω στον αφαλό, περνάω ανέμελα
σφυρίζοντας το δάσος και κατασκηνώνω
στο εύκρατο βουναλάκι της
107. Καθόμαστε στο πάτωμα
(στο μαύρο χόρτο)
πλάτη με πλάτη.
Φεύγεις. Στη θέση σου
μια μεγάλη σπηλιά,
βγάζει ζεστό αεράκι
του μέλλοντος.
109. Πρέπει να προσέξω τη μοναξιά μου.
Μερικές φορές στα ενδιάμεσα
των δαχτύλων και στα χαλίκια των ματιών
βγαίνει το χορτάρι της φωνής σου.
110. Αυτές οι χαμένες κουβέντες των ανθρώπων
που σβήνουν μόλις βγούνε στον αέρα-
γίνονται άμμος- Αργά, αλλά σταθερά
σφίγγουν την πόλη -θα τη θάψουν.
116. Σήμερα θα την περάσουμε
χωρίς φεγγάρι. Με σφυρί
θα σπάσω το πέτρωμα
της μνήμης. Θα είναι όλα άσπρα,
θα διψάς και θα σου δίνω κόκκινο νερό.
Θα θυμάσαι μόνο τις πατούσες
του ποιήματος
121. Τα λόγια μου αρνιά
που γίνονται πέτρες
βόσκοντας το χόρτο
της επιθυμίας σου.
122. Θα είναι ένα κάψιμο
στον κρόταφο. Ηλεκτρισμός,
φιλί ή πυροβολισμός θα είναι.
(Θα ακούω το ραδιόφωνο
των ματιών σου)
124. Ξεράθηκε το στήθος στο όνειρο.
Την τελευταία στιγμή, θα φέρεις
τα νερά, θα ποτίσεις τα μαραμένα
του κόσμου.
133. Ανακεφαλαιώνοντας: η πάνινη μπάλα
που κλοτσάμε όλη νύχτα είναι το μάτι
του Κύκλωπα. Θα ξυπνήσει, θα φορέσει
το μάτι του, θα μας φάει!...
Από τη συλλογή «Τα οστά» (1982)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου