Δεν αισθανόταν πίκρα και θυμό για κανέναν και με τον καιρό άρχισε να πηγαίνει και πάλι στην λαϊκή της Αίμου, στο στενό δρομάκι, και να κάθεται για ένα τσάι ή καφέ στο γωνιακό καφενείο, το καλύτερο μαγαζί στην περιοχή του Βοτανικού και των περιχώρων.
Εκεί, πίσω από το φαρδύ τζάμι, τις Τρίτες, τον έβλεπε να προβάλλει στη γωνία με τις πλαστικές σακούλες στο χέρι και να την αναζητά ανάμεσα στους πάγκους, ειδικά σ΄εκείνον με τα ψάρια. Θα ήθελε να σηκωθεί και να του μιλήσει, να του προτείνει μια τηγανιά, αλλά και μόνον που το σκεφτόταν εκείνος έφευγε προς τα πίσω, έστρεφε για λίγο να την εντοπίσει αλλά δεν την έβλεπε και μετά αναχωρούσε κανονικά για το σπίτι του, επέστρεφε σε ένα ακίνητο παρελθόν, σαν να μην είχαν συναντηθεί ποτέ.
Οπότε έφευγε κι εκείνη, με τα λίγα ψώνια στο χέρι, αποχαιρετούσε τα μαστόρια και τον λαϊκό κόσμο του Βοτανικού, διέσχιζε τις γραμμές του τρένου και ξαναβρισκόταν στη δική της ζώνη. Μαγείρευε ευτυχισμένη και έτρωγε συνήθως μόνη και άλλοτε με τον πατέρα της ή με τα κορίτσια και την Εμινέ.
Πηγή: Το μυστικό της Έλλης, Πατάκης 2012, σ. 271.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου