Βρέχει παντού κι ας μη βλέπω μακριά — σκοτάδι.
Με την ουράνια μοναξιά του βουβό το νερό
περνάει στην ψυχή μου.
Δεν αγρυπνεί συγκίνηση καμιά·
ο κόσμος επέστρεψε στην πέτρα.
Ποιος κρατεί τα χέρια μου;
Ποιος κάρφωσε τα παράθυρα μ’ αυτά τα μαύρα ξύλα;
Ποιος χτυπά και φωνάζει;
Δεν τον ακούω!