… Στο διηνεκές τότε διάλεξε την ώρα ο Βασιλιάς και μια μέρα εκατέβη στην αγορά όπου το ψέμα συνωστίζεται και η απάτη και οι σιωπηλές φωνές του κέρδους. Παραμέρισαν οι ρακένδυτοι να περάσει η συνοδεία και να σταθεί στο κέντρον ο Μεγαλειότατος με τις πορφύρες. Εκείνος, ο θεόπνευστος, σήκωσε τα χέρια ψηλά τρις, κάθε φορά γεμίζοντας τις χούφτες του διαμαντικά και γρόσια και χρυσάφια τινάζοντάς τα προς τα σύννεφα, σημάδι, λένε, πως αγαπούσε τους ανθρώπους και τον λαό και πως τα χάριζε σκορπώντας τα έτσι.
… Αλαλάζοντας συρφετός χύμηξε ποιος να προλάβει πρώτος χτυπώντας και υβρίζοντας ο είς τον άλλον. Γρηγορότερα από τις αστραπές της βροχής συνάχτηκαν οι ξαφνικές λάμψεις στο χώμα και το στερνό φλουρί ακόμα που κυλούσε προς τον υπόνομο.
… Η πομπή ξεκίνησε από τα μάτια του Βασιλιά για το παλάτι με το κνούτο μπροστά που πριν λίγο σιγούσε. Κι από τους τυχερούς της ημέρας άλλοι ταχύτατα λάκισαν σφίγγοντας τον κόρφο για το καλύβι, άλλοι βροντώντας τις τσέπες πέρασαν στις ανάγκες και στα καπηλειά∙ μα κάποιοι στη γωνιά, αμέτοχοι στην εξαγορά του βίου τους, σφίγγοντας τα δόντια έκλαιγαν.
Ενότητα: «Χώματα», Από τη συλλογή Στον ίσκιο της γης, 1986.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου