Ω γενέτειρα γη μου,πες μου ένα μονάχα
φτωχόσπιτο δείξε μου,ένα μόνο τραγούδι
ώπου ο δούλος,ο φύλακας των αγρών σου,ω γη μου,
ο μουζίκος ο Ρώσος,που να μην έχει κλάψει!
Κλαίει όπου βρεθεί,στα χωράφια,στο δρόμο
στα κρασοπουλιά,στη βάρβαρη φυλακή κλειδωμένος,
στ'αλέτρι σφιγμένος ή στα κάρα που τρίζουν,
σαν ξανοίγεται μέσα στην άγονη στέπα.
Κλαίει έξω λιχνίζοντας μες στα πύριν'αλώνια,
κλαίει μέσα στην τρώγλη του τη μισογκρεμισμένη
δίχως ήλιο να βλέπει θεού δώρο για όλους,
κλαίει κλαίει σε χωριά χαμένα στους κάμπους
και μπροστά στα σκληρά δικαστήρια τρέμει!
Όπου είναι λαός εκεί κλάμα! Λαέ μου
γιατί τέτοιος ύπνος να σ'αποχαυνώσει;
Θα'ρθει μέρα που,απ'αυτή σου τη θέση,
όπου σκυφτό σε κρατά αδυσώπητη μοίρα,
κι αφού έδωσες όσα να δώσεις μπορούσες,
θα ορμήσεις αγέρωχος και βογγώντας θλιμμένο
τραγούδι,στον κόσμο ν'αποδείξεις,πως όχι
για πάντα δε σβήστηκε στο μυαλό σου η σκέψη;
Μετάφραση: Ρίτα Μπούμη-Παπά
Πηγή: Νέα παγκόσμια ποιητική Ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά,1976
Πηγή: Νέα παγκόσμια ποιητική Ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά,1976
Αναδημοσίευση από: Nikolay Nekrasov
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου