Ο Γιοσέφ Ελιγιά ή Ιωσήφ Καπούλια (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) (1901-1931) ήταν Ελληνοεβραίος ποιητής, μελετητής και μεταφραστής από τα Ιωάννινα. Γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1901 και σπούδασε στο γαλλόφωνο γυμνάσιο της Alliance Israelite. Το 1922 πήγε στην Αθήνα και εργάστηκε σε ιδιωτικά σχολεία ως καθηγητής της γαλλικής γλώσσας. Το 1930 διορίστηκε καθηγητής της γαλλικής στο γυμνάσιο του Κιλκίς, από όπου μεταφέρθηκε εσπευσμένα στην Αθήνα και πέθανε στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» από τύφο το 1931. Ο τάφος του βρίσκεται στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
"Το Τορά μας" (O Νόμος μας).
Μεσονυχτίς στην άκαρπη μελέτη βυθισμένοι,
με τη χλωμή σας τη θωριά που η φτώχεια όλο μαραίνει,
στ' αραχνιασμένα σας "Ταλμούντ" τα παλαιικά σκυφτοί
κι η σκλαβωμένη σας ψυχή με πάθος αναζητεί
να βρει τι γράφει το Τορά μας.
Μα, αν τυφλωμένη απ' την παλιά ξεθωριασμένη πίστη,
στου χρόνου το περπάτημα δεν το 'νιωσες; -εσβήστη
η αρχαία λυχνία. Καινούριο φως στη στράτα μας μπροστά:
Και το γοργοξετύλιγμα της ζωής πια δε ζητά
να βρει τι γράφει το Τορά μας.
Ω αδέρφι που σε μάγεψε το αρχαίο σου "μεγαλείο".
Της ζωής να ξεφυλλίσουμε το ζωντανό βιβλίο
έλα εκεί μέσα θε να βρεις πυρογραμμένο κάτι
- με του Δυνάστη το ραβδί, με τα δεσμά του Εργάτη -
φριχτό που δε γράφει το Τορά μας.
.......................................................................................................................................................
«Μιλιταρισμός ή Μπότα»
Μαύρη πολιτεία βουβή και σαν συλλογισμένη
Την ευτυχία που διάβηκε λες μάταια να γυρεύει
Κάποια μορφή, σα φάντασμα, μες στο χακί διαβαίνει,
Κάποια αστραπή φειδογλυστρά με στης καρδιάς τα ερέβη
Και στις πλατείες τις βουβές και στα βουβά, καντούνια
Ντραν, ντραν, κρατούνε τα σπιρούνια.
Σφίγγει η καρδιά το δάκρυ της κι αναγυρνά από τρόμο,
Πηχτό σκοτάδι στην ψυχή, και η μπότα φοβερίζει
Κάποιος αργά τις βλαστημεί με κυρτωμένο ώμο
Και ενός σκυλιού η βραχνή φωνή σαν κάπου να γαυγίζει
Και στις πλατείες τις βουβές και στα βουβά καντούνια
Ντραν, ντραν, κρατούνε τα σπιρούνια.
............................................................................................................................................................
«Πίσω απ’ τα κάγκελα ή Profundis»:
Βαριά βαριά στη σάρκα μου κρατούν τα σίδερά σου
Σκλαβιά πικρή, σκλαβιά αιματοβυζάστρια
Και λαχταράω για λύτρωμα, για τον πλατύν αγέρα
Μα ωιμέ, τριπλά της φυλακής τα κάστρα.
Μαύρε Σατράπη, άγριε φονιά δε με νικάς, ωστόσο,
Και ταπεινά η ψυχή μου δε λυγίζει
Δε ζητιανεύω λευτεριά, δεν ζητιανεύω χάρη
Στην πόρτα, ω Κάιν, το κρίμα σου σταλάζει!
Βαριά βαριά στη σάρκα μου κρατούν τα σίδερά σου
Σκλαβιά πικρή, σκλαβιά αιματοβυζάστρια
Και λαχταράω για λύτρωμα, για τον πλατύν αγέρα
Μα ωιμέ, τριπλά της φυλακής τα κάστρα.
Μαύρε Σατράπη, άγριε φονιά δε με νικάς, ωστόσο,
Και ταπεινά η ψυχή μου δε λυγίζει
Δε ζητιανεύω λευτεριά, δεν ζητιανεύω χάρη
Στην πόρτα, ω Κάιν, το κρίμα σου σταλάζει!
....................................................................................................................................................
Ρούθ
Μαλαματένια τα σπαρτά στη κάψα του Αλωνάρη
Η Ρουθ η Μοαβίτισσα κι η χαμηλοβλεπούσα
Με την πανώρια της ψυχής και το χρυσό της θώρι.
Σταχυολογούσε ολόσκυφτη στου χωραφιού μιαν άκρη.
Γέλια και κακαρίσματα και λόγια λιγωμένα
Σαν των πουλιών κελαϊδισμοί, σαν αηδονιών τραγούδι
Του κόπου δρόσιζαν γλυκά και της δουλειάς τη λαύρα
Λαιμοί, στηθάκια θραψερά, στου λιοπυριού το χάδι
Κάθε λεβέντη ξάναβαν στα χείλη κάποιον πόθο.
- Ω μάγια και ω πλανέματα λησμονημένων τόπων.-
Μακρυά η Βηθλεέμ νείρονταν πανώρια ρηγοπούλα.
Ξάφνω μεσ’ της δουλειάς τη βοή και το τρελλό γιορτάσι
Προβάλλει ο Μπόαζ αργός κι αγνός και καλοκαρδισμένος
«Ο Θεός με Σας, λεβέντες μου!» - «Ο Θεός να Σε βλογήση»
Κι η Ρούθ η Μοαβίτισσα κι η χαμηλοβλεπούσα
το βλέμμα δεν ασήκωνε κι όλο σταχυολογούσε:
«Ποια νάναι αυτή, λεβέντες μου, που στάχυα εκεί μαζέβει
Και δεν σηκώνει τη ματιά το φως για ν’ αντικρύσει;»
Ρώτησε ο Μπόαζ κι ένας νιός έτσι του απολογιέται:
«Κοπέλλα Μοαβίτισσα της Νωαμής η νύφη
Είναι, πού τώρα γύρισε στη ώρας μας, μαζύ της
Σαν χήρεψε – κι αφίνοντας το πατρικό ρημάδι
Ήρτε γλυκά να σκεπαστή στου Κύριου τις φτερούγες…»
Κι ο Μπόαζ με τα λευκά μαλλιά και τη λευκή ψυχή του
Στα φυλλοκαρδια του έννοιωσε το δάκρυ της συμπόνιας.
Μα η Ρούθ η Μοαβίτισσα κι η χαμηλοβλεπούσα
με την πανώρια την ψυχή και την σεμνή θωριά της
σταχυολογούσε ολόσκυφτη στου χωραφιού μιαν άκρη.
...............................................................................................................................................................
Κιλκίς«Στη μακάρια σκιά του ποιητή της Πρέβεζας»
Αχ πόσο οδυνηρό κι απαίσιο
σ’ ένα στενό, τραγικό πλαίσιο
η ζωή σου να λιμνάζει οκνή,
η Ανία το Θρήνο να αρχινάει
και σβούρα να στριφογυρνάει
στον ίδιο άξονα η ψυχή…
Του ρεμβασμού τα γαλάζια ίχνη,
στην ένδοξη ψυχρή πολίχνη
να σβήνουν σα μουντός καπνός
πουρνό – βράδυ, στην πονεμένη
ψυχή, βραχνάς να σου βαραίνει
ο μολυβένιος ουρανός.
Το ίδιο στρατί για το σχολείο
και του Φωκίτη το βιβλίο
να κουβαλάς πάντα μαζί
κι ολομερίς ν’ αναρωτιέσαι
στον κρύο βούρκο που κυλιέσαι
να ζει κανείς ή να μη ζει;
(Μάρτιος 1931 )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου