Την άνοιξη ήρθαν στη Λάρισα μερικοί Ρώσοι πρόσφυγες. Ήσαν όλοι τους ευγενείς και αστοί, που δεν μπόρεσαν να εγκλιματισθούν στις περιστάσεις της νέας τους ζωής, δηλαδή στην ανάγκη να δουλέψουν για να ζήσουν. Δέκα χρόνια τριγύρισαν εδώ κι εκεί την άτυχη βιοτική τους προσπάθεια, δίχως να κατορθώσουν ν' αποχτήσουν μιαν εσωτερική πειθαρχία. Αλήτευαν από πολιτεία σε χωριό δουλεύοντας λίγο, πίνοντας πολύ και συζητώντας άρρητ' αθέμιτα, λόγια του αέρα. Η φτώχεια κι η βιοπάλη ξύπνησε στις άτολμες μικροαστικές ψυχές τους όλα τα αναρχικά ένστιχτα της ρωσικής φυλής. Έγιναν αλήτες γιατί, εξόν απ' τον άκοπα κερδισμένο πλούτο, μονάχα σε τούτη την ανεύθυνη ζωή έβρισκαν κάποιαν ευχαρίστηση. Στη Λάρισα έπιασαν κάτι δουλειές του ποδαριού και φυτοζωούσαν. Εξάλλου ο Λιάπκιν, μόλις τους ανακάλυπτε, τους περιμάζευε και τους φρόντιζε στοργικά. Δε δυσκολεύτηκε να τους βρει πιο συστάμενες δουλειές γιατί οι Λαρισινοί, γνωρίζοντας τη μοναδική του εργατικότητα, νόμιζαν πως όλοι οι Ρώσοι ήσαν σαν κι αυτόν. Δεν άργησαν να καταλάβουν την πλάνη τους...
Απ' τους νεοφερμένους πιο συμπαθητικοί ήσαν τέσσερες, που ο Λιάπκιν τους έκανε τακτική του παρέα: ο Αντρέι Πάβλοβιτς Ιζλετσένιεφ, ο Αρνταλιόν Αντρέγιεβιτς Καρζίμιν, ο Ιγκνάτι Κούσμιτς Ιγκόλκοφ κι ο Μπαρίς Αλεξάντροβιτς Γκβοστίκιν.
Ο Ιζλετσένιεφ ήταν σαραντάρης περίπου, κακομούτσουνος, φαλακρός σα γουλί κι αρκετά κουτός. Πριν την επανάσταση ήταν βιβλιοπώλης στη Μόσχα και κέρδιζε αρκετά. Είχε παντρευτεί από συφέρο μια ξαδέρφη του, δέκα χρόνια μεγαλύτερή του, αντρογυναίκα άσκημη κι αυταρχική, που την λέγαν Σόνια. Παντρεμένος ήταν κι ο μόνιμος λοχαγός του πυροβολικού Καρζίμιν. Σε μια μικρή πόλη της Πολωνίας, που υπηρετούσε στον πόλεμο, ερωτεύθηκε μια δεκαεξάχρονη και πεντάμορφη Πολωνέζα, την Αγνή Μπαρτέκοβα. Παντρεύτηκαν∙ και παρ' όλη την κατάντια της προσφυγιάς αγαπιόντανε σαν περιστεράκια∙ γιατί κι ο Καρζίμιν ήταν ομορφάντρας και πολύ δεξιοτέχνης στις σχέσεις του με τις γυναίκες.
Ο Ιγκόλκοφ ήταν ο τύπος του Ρώσου προπολεμικού φοιτητή, που σπούδαζε αιώνια, δίχως να παίρνει δίπλωμα ποτέ. Αυτοεξορίστηκε κι αυτός, μολονότι κανέναν κίντυνο δε διέτρεχε από τους μπολσεβίκους, ούτε η ζωή του στη Ρωσία θα ήταν υλικά χειρότερη από εκείνη που έκανε στην εξορία. Μα κάτι τέτοια δεν τα ξέταζε. Όντας σοσιαλιστής μισούσε τους κομμουνιστές, κι ήθελε να διατηρήσει το δικαίωμα να μιλάει λέφτερα. Τέλος ο Γκβοστίκιν ήταν ένας εικοσάχρονος ασθενικός νέος, που έφυγε απ' τη Ρωσία παιδί ακόμα, μαζί με τον πατέρα του, έναν ευγενή μικροχτηματία. Ο γέρος πέθανε στην Αθήνα, ύστερ' από λίγον καιρό κι ο νεαρός Μπαρίς έμεινε μόνος στον κόσμο. Η ανάγκη τον έκανε να διακόψει τις σπουδές του στο Ωδείο, και να παίζει βιολί στις επαρχιακές ταβέρνες, για να βγάλει το ψωμί του. Όσες ώρες ήταν λέφτερος μελετούσε μουσική με πάθος, γιατί ήθελε ν' αναδειχθεί.
Μ. Καραγάτσης, Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, Το Βήμα βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011 [α΄ έκδοση 1933], σσ. 174-176.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου