Είχαμε πάει να πάρουμε κρασί στου Κώστα Τσάπα το σπίτι, στην άκρη του χωριού. Φεύγοντας ζήτησε να περάσουμε από την Ευγενία. Του ’καμα το χατίρι. Άνοιξε τη βαριά σιδερόπορτα. Περάσαμε μέσα. Χαιρέτησε τον κυρ Βασίλη και τη θεια-Λεμονιά και το αβάφτιστο της Πολυξένης. Προχωρήσαμε. «Γεια σου, Βγενούλα», της είπε. Μου ζήτησε να πιει. Του ’δωσα την μποτίλια. Ακούμπησε σε μιαν ακρούλα κι άρχισε ένα τραγούδι σιγανό: Βγενούλα το παινεύτηκε το Χάρο δε φοβάται / κι ο Χάρος άμα τ’ άκουσε, βαρύ του κακοφάνη. «Σήκω», του λέω, «να φύγουμε». Σηκώθηκε. «Αύριο», της υποσχέθηκε. Εκείνη αμίλητη, με το βλέμμα καρφωμένο στο αναπάντητο, μας κοίταγε απ’ τη φωτογραφία.
(Ενθύμιον, 2004)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου