Παραμονή της Τυρινής των Απόκρεω, κι ενώ η πιτσιρικαρία άναβε τις φωτιές, ένα παιδί από άλλη γειτονιά πέρασε και κλώτσησε το κλαρί που καιγόταν σκορπίζοντας τη φωτιά. Τότε ο μικρός Γιωργάκης έβρισε τον χαλαστή με βρισιές άσχημες. Εκείνη τη στιγμή έφτανε από το καφενείο ο πατέρας του. Τον έπιασε από το αφτί και τον έσυρε στο σπίτι, παρέκει. Πήρε μια χούφτα πιπέρι και του μπούκωσε το στόμα. Άναψε το παιδί, κατακάηκε το κούφος του. Κατέβηκε η γιαγιά από το πάνω πάτωμα, μαλώνοντας έντονα τον γιο της. Πήρε τον κουβά γεμάτον νερό και τον άδειασε στο στόμα του μικρού. Κάποτε το παιδί ανάσανε. Ανέβηκε στη κουζίνα όπου είχαν καθίσει κι έτρωγαν την τραχανόπιττα, κατηφείς. Πήρε να καθίσει, μα ο πατέρας διέταξε να κατεβεί στο κατώγι και να σταθεί όρθιος στον στάβλο των υποστατικών μέχρι να τον φωνάξει να λήξει η τιμωρία. Πήγε, στάθηκε πλάι στον Ντορή και στη Γκιόσα. Έζεχνε ο στάβλος από την αποφορά της καβαλίνας και των ούρων. Ωστόσο έμεινε εκεί νηστικός, τιμωρημένος. Κάποτε κατέβηκε και πάλι η γιαγιά και τον πήρε επάνω να φάει. Είχε αρνηθεί, η γιαγιά, να βάλει μπουκιά στο στόμα αν ο γιος της δεν σταματούσε την τιμωρία του εγγονού της.
Πηγή: Δίφορη μνήμη, Πόλις 2021.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου