Είσοδος
ΚΑΠΟΤΕ ΔΕΝ
είναι παρά μια λάμψη πίσω απ' τα
βουνά - κει κατά το μέρος του πελάγου. Κάποτε πάλι
ένας αέρας δυνατός που άξαφνα σταματάει όξω απ' τα
λιμάνια. Κι όσοι νογούν, το μάτι τους βουρκώνει
Χρυσέ ζωής αέρα γιατί δε φτάνεις ως εμάς;
Κανένας δεν ακούει, κανένας. Όλοι τους πάνε κρατώντας
ένα εικόνισμα και πάνω του η φωτιά. Κι ούτε μια μέρα,
μια στιγμή στον τόπο αυτόν που να μη γίνεται άδικο και
φονικό κανένα
Γιατί δε φτάνεις ως εμάς;
Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ' ό,τι να 'ναι: τον σάκο μου
τον ταξιδιωτικό στον ώμο' στην τσέπη μου έναν Οδηγό'
τη φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι. Βαθιά στο χώμα
και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω ποιος είμαι.
Τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο
Χρυσέ ζωής αέρα...
ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [Ι-XXVIII]
I
ΜΙΑ ΜΕΡΑ τη ζωή που 'χασα, την ξαναβρήκα στα μάτια ενός
νέου μοσχαριού που με κοίταζε μ' αφοσίωση. Κατάλαβα πως
δεν είχα γεννηθεί στην τύχη. Βάλθηκα να σκαλίζω τις μέρες
μου, να τις φέρνω άνω - κάτω, να ψάχνω. Ζητούσα να ψαύσω
την ύλη των αισθημάτων. Ν' αποκαταστήσω, από τις νύξεις
που έβρισκα διάσπαρτες μέσα στον κόσμο αυτόν, μιαν αθωό-
τητα τόσο ισχυρή που να ξεπλένει τα αίματα - το άδικο -
και να εξαναγκάζει τους ανθρώπους να μου αρέσουν.
Δύσκολο - αλλά πώς να γίνει; Κάποτε νιώθω να 'μαι τόσοι
πολλοί που χάνομαι. Θέλω να πραγματοποιηθώ έστω και στο
μάκρος μιας ηλικίας που να ξεπερνά τη δική μου.
Αν η ψευτιά δεν υπάρχει τρόπος να καταβληθεί ούτε από τον
χρόνο, τότε το παιχνίδι το έχασα.
II
ΚΑΤΟΙΚΗΣΑ ΜΙΑ ΧΩΡΑ που 'βγαινε από την άλλη, την
πραγματική, όπως τ' όνειρο από τα γεγονότα της ζωής μου.
Την είπα κι αυτήν Ελλάδα και τη χάραξα πάνω στο χαρτί
να τηνε βλέπω. Τόσο λίγη έμοιαζε' τόσο άπιαστη.
Περνώντας ο καιρός όλο και τη δοκίμαζα: με κάτι ξαφνικούς
σεισμούς, κάτι παλιές καθαρόαιμες θύελλες. Άλλαζα θέση
στα πράγματα να τ' απαλλάξω από κάθε αξία. Μελετούσα
τ' Ακοίμιστα και την Ερημική ν' αξιωθώ να φκιάνω λό-
φους καστανούς, Μοναστηράκια, κρήνες. Ως κι ένα περι-
βόλι ολόκληρο έβγαλα γιομάτο εσπεριδοειδή που μύριζαν Η-
ράκλειτο κι Αρχίλοχο. Μα 'ταν η ευωδία τόση που φοβήθηκα.
Κι έπιασα σιγά - σιγά να δένω λόγια σαν διαμαντικά να την
καλύψω τη χώρα που αγαπούσα. Μην και κανείς ιδεί το κάλ-
λος. 'Η κι υποψιαστεί πως ίσως δεν υπάρχει.
ΙΙΙ
ΛΟΙΠΟΝ ΤΡΙΓΥΡΙΖΑ μέσα στη χώρα μου κι έβρισκα τόσο
φυσική τη λιγοσύνη της, που 'λεγα πως, δε γίνεται, θα πρέπει
να 'ναι από σκοπού το ξύλινο τούτο τραπέζι με τις ντομάτες
και τις ελιές μπρος στο παράθυρο. Για να μπορεί μια τέτοια
αίσθηση βγαλμένη απ' το τετράγωνο του σανιδιού με τα λίγα
ζωηρά κόκκινα και τα πολλά μαύρα να βγαίνει κατευθείαν
στην αγιογραφία. Και αυτή, αποδίδοντας τα ίσα, να προεχτεί-
νεται μ' ένα μακάριο φως πάνω απ' τη θάλασσα έως ότου απο-
καλυφθεί της λιγοσύνης το πραγματικό μεγαλείο.
Φοβούμαι να μιλάω μ' επιχειρήματα που μόνον η άνοιξη δι-
καιωματικά διαθέτει' όμως την παρθενία που πρεσβεύω έτσι
την αντιλαμβάνομαι και μόνον έτσι τη φαντάζομαι να κρατάει
τη μυστική της αρετή: μεταβάλλοντας σε άχρηστα όλα τα
μέσα που θα μπορούσαν να επινοήσουν οι άνθρωποι για τη
συντήρηση και την ανανέωσή της.
IV
ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ δεν τη βρήκα τόσο στους αγρούς ή, έστω,
σ' έναν Μποττιτσέλλι όσο σε μια μικρή Βαϊφόρο κόκκινη.
Έτσι και μια μέρα, τη θάλασσα την ένιωσα κοιτάζοντας μια
κεφαλή Διός.
Όταν ανακαλύψουμε τις μυστικές σχέσεις των εννοιών και
τις περπατήσουμε σε βάθος θα βγούμε σ' ένα άλλου είδους
ξέφωτο που είναι η Ποίηση. Και η Ποίηση πάντοτε είναι
μία όπως ένας είναι ο ουρανός. Το ζήτημα είναι από πού
βλέπει κανείς τον ουρανό.
Εγώ τον έχω δει από καταμεσίς της θάλασσας.
V
ΘΕΛΩ ΝΑ' ΜΑΙ ΕΙΛΙΚΡΙΝΗΣ όσο και το λευκό πουκάμισο
που φορώ' και ίσιος, παράλληλος με τις γραμμές πόχουν
τα ξοχόσπιτα κι οι περιστεριώνες, που δεν είναι καθόλου
ίσιες κι ίσως γι' αυτό στέκουνε τόσο σίγουρα μες στην πα-
λάμη του Θεού.
Τείνω μ' όλους μου τούς πόρους προς ένα - πώς να το πω; -
περιστρεφόμενο, εκθαμβωτικό εύ. Από το πώς δαγκώνω
μέσα στο φρούτο έως το πώς κοιτάζω απ' το παράθυρο, αι-
σθάνομαι να σχηματίζεται μια ολόκληρη αλφαβήτα που πα-
σχίζω να βάλω σ' ενέργεια με την πρόθεση ν' αρμόσω λέξεις
ή φράσεις, και την απώτερη φιλοδοξία, ιάμβους και τετρά-
μετρα. Που σημαίνει: να συλλάβω και να πω έναν άλλο, δεύ-
τερο κόσμο που φτάνει πάντα πρώτος μέσα μου. Μπορώ μά-
λιστα να φέρω μάρτυρες ένα σωρό ασήμαντα πράγματα: βό-
τσαλα που τα ρίγωσαν οι τρικυμίες, ρυάκια μ' ένα κάτι πα-
ρήγορο στο κατρακυλητό τους, μυριστικά χορτάρια, λαγωνικά
της αγιοσύνης μας. Μια ολάκερη φιλολογία, οι αρχαίοι Έλ-
ληνες και Λατίνοι, οι κατοπινοί χρονογράφοι και υμνωδοί'
μια τέχνη, ο Πολύγνωστος, ο Πανσέληνος: όλοι τους βρίσκο-
νται μεταγλωττισμένοι και στενογραφημένοι μέσα εκεί από
το λείο, το χλοερό, το δριμύ και το εκστατικό, που η μόνη
γνήσια και αυθεντική τους παραπομπή ενυπάρχει στην ψυχή
του ανθρώπου.
Αυτή την ψυχή τη λέω αθωότητα. Κι αυτή τη χίμαιρα,
δικαίωμά μου.
VI
Ω ΝΑΙ, ΜΙΑ ΣΚΕΨΗ για να 'ναι πραγματικά υγιής - άσχετο
σε τι αναφέρεται - πρέπει ν' αντέχει στο ύπαιθρο. Και όχι
μόνον. Πρέπει την ίδια στιγμή στην ευαισθησία μας να 'ναι
καλοκαίρι.
Λίγο, δυο - τρεις βαθμούς πιο χαμηλά, τετέλεσται: το γιασεμί
σωπαίνει, ο ουρανός γίνεται θόρυβος.
VII
ΧΕΙΛΙ ΠΙΚΡΟ που σ' έχω δεύτερη ψυχή μου, χαμογέλασε!
VIII
ΓΥΜΝΟΣ, ΙΟΥΛΙΟ ΜΗΝΑ, το καταμεσήμερο. Σ' ένα στένο
κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μά-
γουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω και γεύομαι
την αλμύρα του.
Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κά-
μαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά
την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο
παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η
καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Χάμου, στ' άσπρα και μαύρα
πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα
βιβλίο.
Γεννήθηκα για να 'χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να παραδο-
ξολογώ. Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε.
Μόνο που 'ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς
επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ' αγγίξεις οπόταν
η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση - αλλά θέλει να
ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.
IX
"ΕΧΘΕΣ ΕΧΩΣΑ ΚΑΤΩ ΑΠ' ΤΗΝ ΑΜΜΟ το χέρι μου κι έ-
πιασα το δικό της. Όλο το απόγευμα ύστερα τα γεράνια με
κοίταζαν απ' τις αυλές με νόημα. Οι βάρκες, οι τραβηγμένες
έξω στη στεριά, πήρανε κάτι γνώριμο, οικείο. Και το βράδυ,
αργά, την ώρα που της έβγαλα τα σκουλαρίκια να τη φιλήσω
έτσι όπως θέλω εγώ, με τη ράχη ακουμπισμένη στο μαντρό-
τοιχο της εκκλησιάς, μπουμπούνισε το πέλαγος και οι Άγιοι
βγήκανε κρατώντας κεριά να μου φωτίσουνε."
Χωρίς αμφιβολία υπάρχει για τον καθέναν από μας κι από
μια ξεχωριστή, αναντικατάστατη αίσθηση που αν δεν την βρει
να την απομονώσει εγκαίρως και να συζήσει αργότερα μαζί
της, έτσι που να τη γεμίσει πράξεις ορατές, πάει χαμένος.
X
ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΣΑ Ν' ΑΠΟΧΤΗΣΩ μια ζωή από πράξεις ορατές
για όλους, επομένως να κερδίσω την ίδια μου διαφάνεια, το
χρωστώ σ' ένα είδος ειδικού θάρρους που μου 'δωκεν η Ποίη-
ση: να γίνομαι άνεμος για το χαρταετό και χαρταετός για
τον άνεμο, ακόμη και όταν ουρανός δεν υπάρχει.
Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύ-
πτει κανείς να σημειώνεται μέσα στη "στιγμή" όταν κατα-
φέρει να την ανοίξει και να της δώσει διάρκεια. Οπόταν,
πραγματικά, και η Θλίψις γίνεται Χάρις και η Χάρις Άγγε-
λος' η Ευτυχία Μοναχή και η Μοναχή Ευτυχία
με λευκές, μακριές πτυχές πάνω από το κενό,
ένα κενό γεμάτο σταγόνες πουλιών, αύρες βασιλικού και συ-
ριγμούς υπόκωφου Παραδείσου.
XI
ΟΙ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ φθείρονται πολύ πιο δύσκολα.
Ο Ρεμπώ επέζησε της Κομμούνας όπως θα επιζήσει το φεγ-
γάρι της Σαπφώς από το φεγγάρι του Άρμστρονγκ. Χρειά-
ζονται άλλης λογής υπολογισμοί.
Το ρολόι που μας αφορά δεν είναι αυτό που καταμετρά τις
ώρες αλλά που κατανέμει το μέρος της φθοράς και της αφθαρ-
σίας των πραγμάτων όπου, έτσι κι αλλιώς, μετέχουμε, όπως
μετέχουμε στη νεότητα ή στο γήρας. Ίσως γι' αυτό, εμένα,
ο θάνατος με τρόμαζε ανέκαθεν λιγότερο από την αρρώστια'
κι ένα τρυφερό σώμα με θάμπωνε περισσότερο από το πιο
τρυφερό συναίσθημα.
Ο ήλιος σκάει μέσα μας κι εμείς κρατάμε την παλάμη στο
στόμα έντρομοι.
Ο αέρας σηκώνεται. Το θείο θριαμβεύει.
XII
ΑΠΟ ΤΟ ΒΟΤΣΑΛΟ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ ΤΗΣ ΣΥΚΙΑΣ κι από το
φύλλο της συκιάς στο ρόδι, όπως από τον Κούρο στον Ηνίοχο
κι από τον Ηνίοχο στην Αθήνα.
Ονειρεύομαι μιαν Ηθική που η έσχατη αναγωγή της να οδη-
γεί στην ίδια ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα.
XIII
ΣΤΙΣ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΕΣ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ υπήρχε μια μακαριότητα,
ένα μεγαλείο, που έφτασαν ως τις ημέρες μας άθιχτα. Η πα-
τούσα μας, που ανασκαλεύει την ίδια άμμο, το νιώθει. Περ-
πατάμε χιλιάδες χρόνια, ο άνεμος ολοένα λυγίζει τις καλαμιές
κι ολοένα εμείς υψώνουμε το πρόσωπο. Κατα πού; Ως πότε;
Ποιοι κυβερνάνε;
Μας χρειάζεται μια νουθεσία που να διαμορφώνεται όπως το
δέρμα επάνω μας τον καιρό που μεγαλώνουμε. Κάτι νεανι-
κό και δυνατό συνάμα, σαν το εν δ' ύδατ' αενάοντα ή το θα-
λερόν κατά δάκρυ χέοντες. Έτσι που να μπορεί κείνο που
γεννά ο άνθρωπος να ξεπερνά τον άνθρωπο δίχως να τον κατα-
πιέζει.
XIV
Τ' ΑΝΩΤΕΡΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΜΟΥ τα έκανα στο Σχολείο
της θάλασσας. Ιδού και μερικές πράξεις για παράδειγμα:
(1) Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου
απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι, κι ένα καράβι. Που σημαί-
νει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.
(2) Το γινόμενο των μυριστικών χόρτων επί την αθωότητα
δίνει πάντοτε το σχήμα κάποιου Ιησού Χριστού.
(3) Η ευτυχία είναι η ορθή σχέση ανάμεσα στις πράξεις (σχή-
ματα) και στα αισθήματα (χρώματα). Η ζωή μας κόβεται,
και οφείλει να κόβεται, στα μέτρα που έκοψε τα χρωματι-
στά χαρτιά του ο Matisse.
(4) Όπου υπάρχουν συκιές υπάρχει Ελλάδα. Όπου προε-
ξέχει το βουνό απ' τη λέξη του υπάρχει ποιητής. Η ηδονή
δεν είναι αφαιρετέα.
(5) Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη
σε τόσο ίσες δόσεις που δεν μένει στο τέλος παρά η αλήθεια.
(6) Κάθε πρόοδος στο ηθικό επίπεδο δεν μπορεί παρά να είναι
αντιστρόφως ανάλογη προς την ικανότητα που έχουν η δύ-
ναμη κι ο αριθμός να καθορίζουν τα πεπρωμένα μας.
(7) Ένας "Αναχωρητής" για τους μισούς είναι, αναγκαστι-
κά, για τους άλλους μισούς, ένας "Ερχόμενος".
XV
ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα
πολύν άνεμο για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να
ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς, ν' ακριβολογώ
μες στα μυστήρια.
Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγά-
πη και άλλο πράγμα ο έρωτας' άλλο η επιθυμία και άλλο η
λαχτάρα' άλλο η πίκρα και άλλο το μαράζι' άλλο τα σπλάχνα
κι άλλο τα σωθικά. Με καθαρούς τόνους, θέλω να πω, που
-αλίμονο- τους αντιλαμβάνονται ολοένα λιγότερο αυτοί που
ολοένα περισσότερο απομακρύνονται από το νόημα ενός ου-
ράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφομοιωμένος μας
μόχθος, έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κάθε μέρα
όλος θάμβος για να μας ανταμείψει.
Θέλουμε - δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το
όργανο μιας αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σ' αυτό που μας
συντηρεί και σ' αυτό που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το
μαύρο, που δίνουμε, για να μας αποδοθεί λευκό, το θνησιμαίο,
αείζωο.
Και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία
μας.
XVI
ΕΧΕΙ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ τον δικό της κονιορτό που εάν σηκωθεί
μέσα μας αέρας, αλίμονο. Οι ορμές χτυπάνε στα παράθυρα,
τα τζάμια θρυμματίζονται. Λίγοι ξέρουν ότι ο υπερθετικός
στα αισθήματα σχηματίζεται με το φως, όχι με τη δύναμη.
Κι ότι χρειάζεται χάδι εκεί που βάζουν μαχαίρι. Ότι ένας
κοιτώντας με τη μυστική συνεννόηση των σωμάτων μας παρα-
κολουθεί παντού και μας παραπέμπει στην αγιότητα χωρίς
συγκατάβαση.
Α! Όταν η στιγμή φτάσει να καθίσουμε κι εμείς πάνω στο
πεζούλι κάποιας Αγίας Πρέκλας εν μέσω αγριοσυκών, μο-
ρεών με ερυθρούς καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον
ακτήν, τότε η μικρή Κουμπώ μ΄ένα κερί στο χέρι θα σηκωθεί
στις μύτες των ποδιών να φτάσει εκεί ψηλά, μέσα στον ανα-
στεναγμό μας, όλα τα εύφλεκτα: πάθη, πείσματα, φωνές
οργής, μυριάδες έντομα χρωματιστούλια που να λαμπαδιάσει
ο τόπος!
XVII
ΚΑΙ ΝΑ, ΚΑΤΑΜΕΣΙΣ της αθλιότητας, από τις ανασκαφές της
Σαντορίνης, από την απελπισία πιο πέρα - επιτέλους: μια
Κόρη Θηρασία φτάνει τεντώνοντας το χέρι της σα να λέει
"Χαίρε Κεχαριτωμένε".
Δεν είμαι ζωγράφος, Κόρη Θηρασία. Μα θα σε πω με ασβέ-
στη και με θάλασσα. Θα σε προεχτείνω μ' αυτά που γράφω
σ' αυτά που πράττω. Θα σου προσφέρω μια ζωή (τη ζωή
που δεν αξιώθηκα) χωρίς αστυνόμους, χωρίς φακέλους, χωρίς
κελιά. Μόνο μ' ένα λευκό πουλί πάνω από το κεφάλι σου.
Θα φυτέψω αμπέλια - λέξεις. Θα κτίσω Ανάκτορα μ' αυτά
που μου δίνεις ν' αγαπώ. Από την Ηγησώ θα φτάσω στην
Αγία. Αικατερίνη. Γη και ειρήνη θα φέρω.
XVIII
ΑΠΟ ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ μού γεμίσανε το κεφάλι με την εικόνα
ενός θανάτου κουκουλωμένου στα μαύρα, που κρατά τη ζωή
σαν φάκα και μας την προτείνει ανοιχτή, με το δόλωμα τής
ηδονής στη μέση. Αφήστε με να γελάσω. Κάτι άλλο έλεγε
κείνος που μασούσε τη δάφνη. Και δεν είναι τυχαίο που
γυρίζουμε όλοι μας γύρω απ' τον ήλιο.
Το σώμα ξέρει.
XIX
ΩΡΑΙΕ ΜΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΕ γεια σου, με τις ηδονές καθώς
φρούτα στο πανέρι!
XX
ΕΝΑ ΒΟΥΝΑΚΙ ΑΓΡΙΟΛΟΥΛΟΥΔΑ, το ίδιο αναλλοίωτα κι α-
μάραντα όσο μέσα στη σκέψη μας, τρέμει κάθε φορά που κατα-
φέρνουμε να γίνουμε αέρας. Και να σκεφτεί κανένας ότι, με
την προϋπόθεση να το θελήσουμε όλοι, μ π ο ρ ο υ μ ε. Όπως
μπορούμε να επεκταθούμε σε όλα τ' απέραντα τετραγωνικά
της ηθικής που απλώνονται πέραν από το ένα και αποτρό-
παιο, φευ, όπου μας έχει καθηλώσει μια πανάρχαιη βλακεία,
στην ανθεκτικότητά της πανίσχυρη.
XXI
ΕΚΦΡΑΖΟΜΑΙ ΟΠΩΣ ΕΝΑ ΠΕΡΓΑΜΟΝΤΟ στον πρωινόν
αέρα. Η διήθηση, που δεν την αντιλαμβάνεται άλλος κανείς,
αυτή έχει σημασία. Μέσ' από τους κοινωνικούς αγώνες, τη
λαχτάρα για δίκιο και για ελευθερία, το αναπαλλοτρίωτο του
ατόμου: μια ευωδία!
Ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ τόσο μεγάλος ή τόσο μικρός όσο
οι έννοιες που συλλαμβάνει, από τον Άγγελο αρχινώντας ίσα
με το Δαίμονα. Είναι όσο το μέρος που απομένει όταν οι
δύο αυτές αντίπαλες δυνάμεις αυτοεξουδετερωθούνε. Αν μου
αρέσει ν' ανάγομαι στην ευγένεια του δέντρου ή να μετατρέπω
σε αίνιγμα τις λύσεις, είναι γι' αυτό. Για να υποκαθίσταμαι
στο παιδί που ήμουνα και να διαθέτω πάλι, εντελώς δωρεάν,
την απέραντη εκείνη ορατότητα, την ισχυρότερη, τη διαρκέ-
στερη από κάθε άλλης λογής Επανάσταση.
Κοίταζα το κομμάτι που χωρούσε στο μεγάλο τετράγωνο
παράθυρο: λίγες καμένες στεριές και μια λουρίδα κύμα βαθυ-
κύανο. Στον ύπνο μου, αργότερα, η ώρα τρεις το απόγεμα,
έβλεπα τον Ερμή να κατεβαίνει από ψηλά, το 'να πόδι λυ-
γισμένο, κρατώντας στην αγκαλιά του ένα κοριτσάκι με το
κεφάλι ανάποδα και τα μαλλιά του χυμένα στον αέρα.
XXII
ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΣ που βγαίνω στον αέρα λες και διαβάζω την
Ιλιάδα. Παίρνω το μονοπάτι που τραβάει ψηλά πάνω απ' τα
σπίτια, και καθώς -όσο ανεβαίνω- αλλάζουν σχήμα οι αγ-
καλιές και οι κάβοι, μέσα μου αλλάζουνε θέση και μορφή τα
αισθήματα: η ταυτότητα των ηρώων, η άγρια ικανοποίηση
να λες ό χ ι , το ευθύ, το λαμπερό, το ποτέ δυο φορές το ίδιο.
Ένας μελαψός έφηβος που του κατεβάσανε το βρακάκι και
παραμένει ωραίος πλάι σ' όλων των λογιώ τα μπλε και τα
μαύρα. Δυσδιάκριτος μέσα στον Χριστιανισμό' ανεύρετος μέσα
στο Μαρξισμό' μικρός Μέγας Αλέξανδρος πάνω από το Αι-
γαίο που ενσαρκώνει και που το κύμα του δεν τελειώνει ποτέ.
XXIII
ΣΙΓΟΥΡΑ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ να 'ταν μια σταγόνα καθαρού νερού
στην παιδική του ηλικία ο ήλιος. Από κει ο τρόπος που λάμπει
στα ματοτσίνορα' και το δρόσο που κρατά στους τοίχους με
τις αγιογραφίες, Ιούλιο μήνα, το καταμεσήμερο.
Αφήνω τη διαφάνεια. Που έτσι και το φέρει η τύχη ν' αγα-
πήσεις μια κοπέλα, βλέπεις μέσα της: όπως στα ποιήματα.
Εάν υπάρχει ένας τρόπος να πεθάνεις χωρίς ν' αφανίζεσαι -
είναι αυτός: μια διαφάνεια όπου τα ύστατα συστατικά σου
-δρόσος, φωτιά- όντας ορατά για όλους, έτσι κι αλλιώς,
θα υπάρχεις κι εσύ εσαεί.
ΧΧΙV
ΓΙΑ ΟΠΟΙΟΝ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ είναι "τοπίο" - η
ζωή μοιάζει εύκολη και ο θάνατος επίσης. Αλλά για τον άλλον
είναι κάτοπτρο αθανασίας, είναι "διάρκεια". Μια διάρκεια
που μόνον το ίδιο της το εκθαμβωτικό φως δεν σ' αφήνει να
τη συλλάβεις.
Εάν υπήρχε τρόπος να βρίσκεται κανείς, την ίδια στιγμή,
μπρος και πίσω απ' τα πράγματα, θα καταλάβαινε πόσο το
άνοιγμα του χρόνου, που καταβροχθίζει απλώς γεγονότα, χά-
νει τη σημασία του· όπως, ακριβώς, μέσα σ' ένα ποίημα. Και
τότε -αφού είναι μια ανάπτυξη του ακαριαίου ή, αντίστροφα,
μια σύμπτυξη του ατέρμονος το ποίημα- να κερδίζει την
ελευθερία του χωρίς να καταφύγει σε κανενός είδους πυρίτιδα.
Μόνον ένα πράγμα να μπορούσε να συνειδητοποιήσει: ότι δεν
τα κρατάνε όλα οι ζωντανοί.
XXV
ΜΙΑ ΜΕΤΑΓΛΩΤΤΙΣΗ ΤΟΥ ΗΧΟΥ που κάνουν παφλάζοντας
τα μικρά κύματα, τη στιγμή που η σελήνη απομακρύνεται
και το σπίτι σιμώνει στην ακροθαλασσιά, θα μπορούσε πολλά
να μας αποκαλύψει. Για τις κορυφές των αισθήσεων πριν
απ' όλα. Όπου η ευγένεια υποσκελίζοντας τη δύναμη φτάνει
πάντοτε πρώτη: ένα γαλάζιο φιστίκι που λάμπει, το βότσαλο
αναμμένο, μοναχικά πατήματα του ανέμου στα φύλλα. Ή
αλλιώς: μια μετόπη, ένας τρούλος, που κάνουν τη φύση γραμ-
μή όπως ο φλοίσβος οικουμενική την ελληνική γλώσσα.
Μάθε να προφέρεις σωστά την πραγματικότητα.
XXVI
ΝΑ ΠΡΟΦΕΡΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ όπως ο σπουργί-
της το χάραμα. Και να τη σιμώνεις όπως το πλοίο τη Σέριφο
ή τη Μήλο. Που τα βουνά ξετυλίγονται το ένα μέσ' απ' το
άλλο έως ότου φανεί ο υπέροχος κώνος με τα λευκά σπίτια'
το ένα νησί χωρίζεται σε δύο ή τρία' κι ο κάθετος βράχος
δείχνει, από κοντά, να κρατάει την πιο παρθένα λευκή αγκα-
λιά. Διείσδυση σε μεγάλο βάθος μέσα στις αισθήσεις και
συνάμα διαρκής ανατροπή κάθε χρηστικής αντίληψης για τη
φύση του υλικού κόσμου.
Πουθενά αλλού δεν ένιωσα τη ζωή μου τόσο δικαιωμένη όσο
πάνω στη γέφυρα ενός πλοίου. Στη θέση τους τη σωστή, τα
πάντα: οι βίδες, οι λαμαρίνες, οι σωλήνες, τα συρματόσχοινα,
οι αεραγωγοί, τα όργανα πλεύσεως' και ο ίδιος εγώ που εγ-
γράφω την αέναη μεταβολή παραμένοντας στο ίδιο σημείο.
Ένας πλήρης, αυτάρκης και συγκροτημένος κόσμος που μου
ανταποκρίνεται και του ανταποκρίνομαι και εισχωρούμε μαζί
σαν ένα σώμα στον κίνδυνο και στο θαύμα.
Πλοίο διαρκείας η χώρα μου.
XXVII
ΑΡΓΗΣΑ ΠΟΛΥ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ τι σημαίνει ταπεινοσύνη
και φταίνε αυτοί που μου μάθανε να την τοποθετώ στον άλλο
πόλο της υπερηφάνειας. Πρέπει να εξημερώσεις την ιδέα της
ύπαρξης μέσα σου για να την καταλάβεις.
Μια μέρα που ένιωθα να μ' έχουν εγκαταλείψει όλα και μια
μεγάλη θλίψη να πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα, κει
που περπατούσα, μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλω-
νάρι άγνωστου θάμνου. Το 'κοψα και το 'φερα στο απάνω χείλι
μου. Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι ο άνθρωπος είναι αθώος.
Το διάβασα σ' αυτή τη στυφή από αλήθεια ευωδιά τόσο έν-
τονα που πήρα να προχωρώ το δρόμο της μ' ελαφρύ βήμα
και καρδιά ιεραποστόλου. Ώσπου, σε μεγάλο βάθος, μου
έγινε συνείδηση πια ότι όλες οι θρησκείες λέγανε ψέματα.
Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ
περισσότερο, μια ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα.
XXVIII
ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΠΕΡΠΑΤΑΜΕ. Λέμε τον ουρανό "ου-
ρανό" και τη θάλασσα "θάλασσα". Θ' αλλάξουν όλα μια μέρα
κι εμείς μαζί τους θ΄αλλάξουμε, αλλά η φύση μας ανεπανόρ-
θωτα θα 'ναι χαραγμένη πάνω στη γεωμετρία που καταφρο-
νέσαμε στον Πλάτωνα. Και μέσ' απ' αυτήν, όταν σκύβουμε,
όπως σκύβουμε καμιά φορά πάνω στα νερά του νησιού μας,
θα βρίσκουμε τους ίδιους καστανούς λόφους, όρμους και
κάβους, τους ίδιους ανεμόμυλους και τις ίδιες ερημοκλησιές,
τα σπιτάκια που ακουμπάνε το 'να στ' άλλο, και τ' αμπέλια
που κοιμούνται σα μικρά παιδιά, τους τρούλους και τους περι-
στεριώνες.
Δε θέλω να πω αυτά τα ίδια. Θέλω να πω τις ίδιες φυσικές
και αυθόρμητες κινήσεις της ψυχής που γεννούν και διατάσ-
σουν προς ορισμένη κατεύθυνση την ύλη' τις ίδιες αναπάλσεις,
τις ίδιες ανατάσεις προς το βαθύτερο νόημα ενός ταπεινού
Παραδείσου, που είναι ο αληθινός μας εαυτός, το δίκιο μας,
η ελευθερία μας, ο δεύτερος και πραγματικός ηθικός μας
ήλιος.
ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ
1
Έστρεψα καταπάνω μου το θάνατο σαν υπερμέγεθες ηλιοτρόπιο
Φάνηκε ο κόλπος ο Αδραμυττηνός με τη σγουρή στρωσιά του μαΐστρου
Ακινητοποιημένο ένα πουλί ανάμεσα ουρανού και γης και τα βουνά
Ελαφρά βαλμένα το 'να μέσα στο άλλο. Φάνηκε το παιδί που ανάβει
Γράμματα και τρέχει να γυρίσει πίσω το άδικο στο στήθος μου
Στο στήθος μου όπου φάνηκε η Ελλάδα η δεύτερη του επάνω κόσμου.
Αυτά που λέω και γράφω για να μην τα καταλάβει άλλος κανείς
Όπως ένα φυτό που αρκείται στο φαρμάκι του έως ότου ο άνεμος
Του το γυρίσει σ' ευωδιά ναν τη σκορπίσει και στα τέσσερα σημεία του κόσμου
Θα φανούν αργότερα τα οστά μου φωσφορίζοντας ένα γαλάζιο
Που το πάει αγκαλιά ο Αρχάγγελος και στάζει με τεράστιους
Διασκελισμούς διαβαίνοντας την Ελλάδα τη δεύτερη του επάνω κόσμου.
3
Είσαι νέος - το ξέρω - και δεν υπάρχει τίποτε.
Λαοί, έθνη, ελευθερίες, τίποτε.
Όμως ε ί σ α ι. Και την ώρα που
Φεύγεις με το ΄να πόδι σου έρχεσαι με τ΄άλλο
Ερωτοφωτόσχιστος
Περνάς θέλεις - δε θέλεις
Αυλήτης φυτών και συναγείρεις τα είδωλα
Εναντίον μας. Όσο η φωνή σου αντέχει.
Πώς της παρθένας το τζιτζίκι όταν το πιάνεις
Πάλλονται κάτω απ' το δέρμα σου οι μυώνες
Ή τα ζώα που πίνουν κι ύστερα κοιτούν
Πώς σβήνουν την αθλιότητα: ίδια εσύ
Παραλαμβάνεις απ' τους Δίες τον κεραυνό
Και ο κόσμος σού υπακούει. Εμπρός λοιπόν
Από σένα η άνοιξη εξαρτάται. Τάχυνε την αστραπή
Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσα με το πι.
21
Και το πιο σπουδαίο απ' όλα: θα πεθάνεις.
Ο Κεράτιος ο άλλος θα σου ανοίξει
Στόμα να περάσεις με το πρόσωπο άσπρο
Ενώ και η μουσική θα συνεχίζεται και στα δέντρα επάνω
Που ποτέ δε γύρισες να δεις η πάχνη θ' απολύει
Ένα - ένα τα έργα σου. Ε τι
σκέψου
Από τώρα εάν η αλήθεια βγάνει
Σταγόνες εάν ο Γαλαξίας πλατύνεται
Πραγματικά τότε βρεγμένος φεγγοβόλος με το χέρι επάνω
Σε δάφνη ευγενή περισσότερο Έλλην φεύγεις
Κι από μένα που σου φύσηξα μες στο μπουγάζι άνεμο πρίμο
Σου ετοίμασα μες στις αποσκευές ασβέστη και υδροχρώματα
Το εικόνισμα μικρό με τους χρυσούς Ιούλιο και Αύγουστο
Ξέροντας εσύ πότε χαμένος όντας
Οδοιπόρος εγώ θα με φιλοξενήσεις
Απιθώνοντας πάνω στο τραπεζομάντιλο
Το ψωμί, τις ελιές και τη συνείδηση
Μέρα πρώτη για μας στην πατρίδα τη δεύτερη του επάνω
κόσμου.
Έξοδος
ΑΛΛ' ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΑ ΔΕΝ
ακούει κανένας. Πάει
ψηλά ολοένα καιούμενο του Παραδείσου το πουλί. Κι όλες
οι Παναγίες οι ασημένιες, τίποτε. Αλλού γυρίστηκε η
φωνή και αθαυματούργητα έμειναν τα μάτια.
Έρμα 'ν' τα μάτια
Ένας κι εγώ στους χιλιάδες ανάμεσα φονιάδες πάω τούς
αθώους κι ανίσχυρους. Τυλίγομαι το αρχαίο ρούχο και τα
πέτρινα πάλι κατεβαίνω σκαλοπάτια καλώντας και ξορκίζοντας
Έρμα 'ν' τα μάτια, που καλείς
Αιώνες τώρα πάνω από τα γαλάζια ηφαίστεια. Μακριά
στο σώμα και μακριά στο χώμα που πατώ πήγα να βρω
ποιος είμαι. Τις μικρές ευτυχίες και τ' αδόκητα συνα-
παντήματα θησαύρισα, και να με: ανήμπορος να μάθω τι
δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο
Χρυσέ ζωής αέρα...
Μικρός Ναυτίλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου