Παρθένος ἀργυρόπεζος ἐλούετο, χρύσεα μαζῶν
χρωτὶ γαλακτοπαγεῖ μῆλα διαινομένη·
πυγαὶ δ’ ἀλλήλαις περιηγέες εἱλίσσοντο,
ὕδατος ὑγροτέρῳ χρωτὶ σαλευόμεναι·
τὸν δ’ ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπε πεπταμένη χεὶρ
οὐχ ὅλον Εὐρώταν, ἀλλ’ ὅσον ἠδύνατο.
[...]
Λουζόταν κι έπεφτε νερό στου κοριτσιού τα στήθια
που σάλευαν, μήλα χρυσά, στο γαλατένιο σώμα.
Πώς οι γλουτοί της τρίβονταν και μοιάζανε, αλήθεια,
να είναι πιότερο υγροί κι απ’ το νερό ακόμα...
Φουσκώνει ο Ευρώτας της, μπροστά το χέρι βάζει
μα όσο και να ήθελε όλον δεν τον σκεπάζει...
Έμμετρη απόδοση Ιωάννης Ν. Κυριαζής
Από το βιβλίο Παλατινή Ανθολογία, σαν ρόδο υποπόρφυρο..., εκδ. Ενδυμίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου