Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

Τάκης Σινόπουλος -Αρκαδία VII - Ο Επιζών

Ω! που είναι, ω!
Σε ποια κατηφοριά
με το κεφάλι στ' ανοιχτά
σαγόνια του ήλιου,
μέ χέρια καί μέ πόδια φαγωμένα
απó τη λύσσα του ήλιου.

Ω! που είναι, ω!
τα παιδιά μου τά πανύψηλα,
ο πατέρας μου ο άσπρος κι ό πανύψηλος.
Κι η μάνα μου
που είναι άσπρη και πανύψηλη.

Ω! που είναι, ω!
Σέ ποια κατηφοριά
με το κεφάλι στ' άνοιχτά
σαγόνια του ήλιου.
Κι εγώ που είμαι,
σε ποια χώρα, σε ποια γή,
πάνω απ' τη γη
σε ποια βουνά που καίνε,
το μάτι ακοίμητο
παραμονεύοντας μες απ' τα ξερολίθαρα.

Ακούγοντας τα βήματα και το μουρμούρισμα,
ακούγοντας το μουρμούρισμα και την προσταγή
ακούγοντας το πείσμα και την έπαρση
τη μεταμέλεια ακούγοντας
και την άλλη φωνή πιο ήσυχη, πιο σίγουρη.

Ω! που είναι, ω!
Θρύψαλα από γυαλί σκορπισμένα
σε τούτα ή σε κείνα τα βουνά. Κουρέλια και χαρτιά σαπίζοντας
σε τούτα ή σε κείνα τά βουνά.

Άσπροι πανύψηλοι,
φωνάζοντας χωρίς φωνή
κι εγώ που είμαι,
κι εγώ που είμαι, ω!
Παραμερίζοντας ένα δάσος αράχνες
ξεφεύγοντας ολοένα γυρίζοντας
σ' ένα δάσος με τύμπανα, επιμένοντας
η φωνή μου ν' ακουστεί
σε τούτες τις εποχές
χτυπώντας και χτυπώντας
πόρτες, παράθυρα που κλείσανε
τούτες τίς έποχές
με πρόσωπο ερευνητικό
αναγγέλλοντας τη νύχτα
που υπάρχει μέσα στη νύχτα
καθώς υπάρχει ο σπόρος μες στη γη,
η χόβολη στο κάρβουνο
καθώς υπάρχει ο φόβος κι ο καημός
μες στη φωνή του ανθρώπου.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου