Μεγάλη βοή.
Σε τι θαλάμους, σε τι κλινικές
σε τι βυθίσματα της χημείας —
Κι εγώ, κάτοικος πόλης ατμοσφαιρικής
εξεγείρομαι.
Πίνω άγουρα κορίτσια και ελίσσομαι.
Νέα Υόρκη, Πράγα, Παρίσι —
Όχι, δεν ήμουν εκεί.
Ήμουν σε εκστατικές παραλίες
μαζεύοντας ήλιο, θειάφι και βιταμίνη D,
σύγχρονος θεομηνίας αποκαλυπτικής
μόνιμα απών
με την περόνη στο στόμα
έρχομαι.
Μια απλή πράξη θανάτου.
Όμως, μαζί μ’ εμένα, στους δρόμους
πάντα κάτι έλειπε.
Όχι η φύση, τα πουλιά —
κάτι άλλο, πιο καίριο.
Πού να βρούμε μια πτώση να οδηγεί στη σιωπή;
Στον τρελό που ισιώνει σύρματα και οριοθετεί
την επικράτειά του.
Η εταιρεία έχει κυρτωμένες πόρτες.
Η Ιστορία δεν μπορεί να κρυφτεί.
Το βλέμμα αγγίζει αυτό που συρρικνώνεται.
Στόχος τα νέα αυτοκίνητα, η εξελιγμένη κλίνη.
Η εταιρεία χτίζει σπίτια, χωρίζει το χώρο.
Η δομή του χρόνου σφιχτή
και όμως πάλλεται.
Προέχει η επικοινωνία.
Κι εγώ,
αποτέλεσμα διάβρωσης
μοναχικός του καιρού μου
δέσμιος αστικού πλέγματος
ακαδημαϊκός συνήθειας υστερικής
κάπελας οριστικός της αϋπνίας μου
γερτό κομμάτι ξύλο,
επιτίθεμαι.
Ο καθρέφτης της κοινωνίας μου ράγισε.
Κοιτάζω από τις ρωγμές.
Φωτογραφίες ξεθωριάζουν απότομα.
Περίλυπος ώς τα βάθη της σάρκας μου εγώ—
το έσπασα το άγαλμά μου
το πούλησα, με γέλασε.
Θα ήταν κάποτε αλλιώς τα πράγματα.
Ποιος πιστεύει; Ποιος θυμάται;
Οι γέροι εκφράζονται με την ίδια ανοησία.
Γιατί, ποιος θυμάται την κυρία Μιχαηλίδου;
Πέθανε με την ανάμνηση των χεριών της
μακριά από τα καλαμωτά σπίτια.
Δεν κατάφερε να ιδρύσει τη νηνεμία της.
Μεγάλη βοή κατέβαινε.
Αυτή η έρημος που ζω
σπίτι ενός φασματικού, λοξή ταπετσαρία από πληγές
δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά βυθός,
Στους δρόμους κινούνται μηχανή, αθόρυβες.
Σε κάθε αλλαγή οι κόρες διαστέλλονται
κι ύστερα πάλι ησυχάζουν.
Αυτή η έρημος, αυτές οι αλυκές—
ρίχνω σταγόνες νερό.
Δημήτρης Πέτρου, Εικοστός Κόσμος, εκδ. Πόλις, 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου