Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2023
Aνδρέας Κάλβος -Ωδή Ογδόη. Eις την Νίκην
στροφή πρώτη.
Oν, συ που η φαντασία
φλογώδης των θνητών
'σάν πτερωμένην βλέπει
παρθένον 'ς τον αέρα,
ουράνιον έργον 5
β΄.
'Σ το μέτωπόν σου πάντοτε
άσβεστος λάμπει αστέρας,
ω Nίκη, συσσωρεύονται
τριγύρω σου ματαίως
νύκτες αιώνων. 10
γ΄.
Tο χέρι οπού τα πέπλα
των ουρανών κατέστρωσεν,
από σύγνεφα ολόχρυσα
εκβαίνει, και σου δείχνει
ανδρείους ανθρώπους. 15
δ΄.
Πετάεις εσύ κ' επάνω τους
σκορπίζεις φύλλα αμάραντα·
τέρπουν αυτά τους ζώντας,
και τους γενναίως θανόντας
τέρπουν ακόμα. 20
ε΄.
Αι, πώς υπό την πτέρυγα
ταχείαν του Nότου ή τ' Έυρου,
πολλά βλέπεις 'να σκήπτωσι
τ' ανήσυχα της λίμνης
'ψηλά καλάμια! 25
ς΄.
Από τριγμούς γεμίζουν
απαύστως ολοτρίγυρα
μεγίστην πεδιάδα,
κανείς δε δεν εμέτρησεν
αυτών το πλήθος. 30
ζ΄.
Όμως οι κυνηγοί
βάνουν φωτιάν κει μέσα,
κ' ευθύς από μίαν άκραν
'πέρασ' η φλόγα εις άλλην
καίουσα τα πάντα. 35
η΄.
Πανέρημος, ξεσκέπαστη
αστράπτει τώρα η πλάτη
των υδάτων, εσκόρπισεν
ο άνεμος τα λείψανα
καπνού και στάκτης. 40
θ΄.
Πυκνά, πυκνά ως καλάμια
ανεμισμένα εβλέπαμεν
'να κινώνται εις τους κάμπους μας
των πολεμίων μας τ' άρματα,
κ' έπεσαν όλα. 45
ι΄.
Πού είναι η τόσσαι γλώσσαι
των ακτινοβολούντων
σπαθιών; πού είναι η χείρες
των εχθρών μας αμέτρητοι;
πού τα καυχήματα; 50
ια΄.
Πλατύς και σκοτεινός,
βαθύς έχασκεν κ' άφευκτος
ο άδης υποκάτω τους·
εβούλιασαν, εχάθησαν,
εκλείσθη ο τάφος. 55
ιβ΄.
Oύτως από τον ήλιον,
ωσάν πυρός σταλάγματα,
πέφτουσιν εις την θάλασσαν
των αιώνων, και χάνονται
δια πάντα η ώραι. 60
ιγ΄.
Ω Nίκη, δια τους Έλληνας
στεφάνους πλέξε· αλλ' όχι
'σάν κείνους που χαρίζεις
εις βασιλέα κενόδοξον
αιματοπότην· 65
ιδ΄.
'Σάν κείνους όχι. Eπάνω τους
τα δάκρυα των λαών
στάζουσι, και μαραίνονται
ογλήγορα ως απ' όφιν.
χόρτα καϊμένα. 70
ιε΄.
Πήγαινε εις τον παράδεισον·
μία δάφνη εκεί βλαστάνει·
άγγελος την φυλάττει
λαμπρός, και την ποτίζει
ψάλλων τοιαύτα. 75
ις΄.
"Αύξανε δια τον θρίαμβον,
"δια την αγάπην αύξανε
"ελευθερίας, πατρίδος·
"δια πάντοτε ακεραύνωτος
"βλάστανε ω δάφνη. 80
ιζ΄.
Zήτει τα θαλερώτερα
πλέον άφθαρτα κλονάρια·
μ' αυτά πλέξε τα στέμματα,
και πρόσθεσεν ακόμα
δύο ειδών ρόδα. 85
ιη΄.
Λευκά και δροσερώτατα,
'σάν άστρα αυγερινά,
υπό τα θεία φυτρόνουσι
πατήματα, και πέφτουσι
συχνά εις τον κόσμον. 90
ιθ΄.
Tάχεις γνωστά· κ' εστόλισες
πολλαίς φοραίς μ' εκείνα,
τους μη σκληρώς πατήσαντας
τον εχθρόν όταν έβαλεν
τ' άρματα κάτω. 95
κ΄.
Tάχεις γνωστά· τα εχάρισες
εις όσους δεν εξάπλωσαν
βαρείαν χείρα επί γέροντας
ή παρθένους όπ' έγιναν
λάφυρα μάχης. 100
κα΄.
Eάν τιμήσης ήρωα
μ' αυτά, προσμένει ο τάφος
το σώμα του, προσμένουσιν
οι ουρανοί το στέφος του
και τ' όνομά του. 105
(από το H Λύρα, Ωκεανίδα 1997)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου