αναίσχυντο σκύλο τον χαρακτήρισε πάλι
όταν πήγαν στη σκηνή του οι αντιπρόσωποι του στρατεύματος
και τον παρακαλούσαν, τάζοντάς του πλούσια δώρα και λάφυρα
να μαλακώσει επιτέλους τη δίκαιη οργή του
και να βγει πάλι στον πόλεμο.
Τότε που ο φόβος είχε δαγκώσει σαν το τσακάλι τους Έλληνες
και ο Έκτορας με τους Τρώες, πάνω στα γρήγορα τ’ άλογα
έχοντας αφήσει πίσω τα τείχη, πλησίαζαν τα καράβια.
Άλλες όμως ήταν οι σκέψεις που είχαν περάσει μέσα απ’ το νου του θεόμορφου
κι άλλα αισθήματα είχαν προλάβει να καθορίσουν τη στάση του.
Γιατί ο θυμός του τραβούσε πολύ πιο πέρα απ’ το μίσος που αισθανόταν για κείνον.
Για τον αχρείο που του άρπαξε την κοπέλα, που τόσο είχε ποθήσει, μέσα απ’ τα χέρια του.
Και δεν ήταν βέβαια το πείσμα, εκείνο που θα οδηγούσε σε λίγο τα λόγια του.
Είχε σκεφθεί πολύ ο γενναίος, μένοντας έξω απ’ τη μάχη
αυτός που δώδεκα πολιτείες είχε κιόλα κουρσέψει με τα καράβια του
κι άλλες έντεκα τις είχε πατήσει με το σπαθί του, μέσα στην εύφορη Τροία.
Είχε σκεφθεί πολύ βλέποντας τους Αργίτες να χάνονται
και τους δύστυχους Τρώες, να βάφουν κι αυτοί το χώμα με το αίμα τους.
Έτσι που γνώριζε τώρα, είχε μάθει
και τι είναι ζωή
και τι παίρνει μαζί του στο τέλος
-όταν τρόμος θανάτου του σκεπάσει τα μάτια-
κι ο φτωχός κι ο πλούσιος•
κι αυτός που πολέμησε άγρια σαν το λιοντάρι
κι ο άλλος που έμεινε πίσω
από φόβο ή κι από θάρρος, απόλεμος.
Τι νόημα είχαν λοιπόν και οι όρκοι και οι υποσχέσεις του Αγαμέμνονα
και τι θα ’ξιζαν τάχα για κείνον
όλες οι δόξες μαζί κι όλα μαζί τού πολέμου τα λάφυρα;
Και του Ορχομενού ακόμα τα πλούτη και της Αιγύπτιας Θήβας οι θησαυροί.
Κι ό,τι επιπλέον έκρυβε μέσα του κάποτε
το πολύπληθο της Τροίας το κάστρο.
Εκείνος λαχταρούσε μιαν άλλη ζωή, πιο ανθρώπινη.
Μακριά απ’ τον πόλεμο, κάτω στη γλυκιά πατρίδα
μέσα στα όμορφα αμπέλια και στα ήμερα λιόδεντρα.
Παρέα με τους φίλους να πετάει το λιθάρι
και να παραβγαίνει μαζί τους στο τρέξιμο.
Και να τον καμαρώνουν η μάνα του κι ο πατέρας του.
Κι οι κοπέλες της Φθίας, όπως θα γύριζε με τ’ αθάνατα πουλάρια του, να τον κοιτάζουν κρυφά
και να χαμηλώνουν τα μάτια.
Αυτά λαχταρούσε ο δοξασμένος κι αυτά είπε στους πρέσβεις.
Στον σεβάσμιο γερο-δάσκαλό του, τον Φοίνικα
και στον Αίαντα που ήταν ο πιο χεροδύναμος απ’ τους άλλους
και στον πολυμήχανο Οδυσσέα.
Γιατί δε φοβόταν ο γενναιότερος των Ελλήνων
αυτός που όλοι ήξεραν τι αντρίκεια καρδιά χτυπούσε μέσα στα στήθεια του
μην τον χαρακτηρίσουν λιγόψυχο.
Κι ούτε ντρεπόταν να προτρέψει τους Αχαιούς να παρατήσουν τον πόλεμο
και να γυρίσουν στα σπίτια τους.
Και κει, στα χωριά τους, δουλεύοντας τα χωράφια τους
κοντά στις φρόνιμες τις γυναίκες τους κι ανάμεσα στα παιδιά τους
φτάνοντας κάποτε στα βαθιά γεράματα, να αποχαιρετήσουν τον κόσμο.
Έτσι τους μίλησε ο πλάι στο Θάνατο ώριμος.
Κι έτσι τους είπε πως ήταν έτοιμος να πράξει κι εκείνος.
Να οδηγήσει τους Μυρμιδόνες του στα κυρτά πλοία και να κάνουν αμέσως πανιά.
Και η τύχη του πολέμου θα ήταν άλλη κι άλλη θα ήταν η μοίρα
και εκείνων που βγήκαν χαμένοι
και των άλλων που κέρδισαν.
Αν δεν ήταν γραμμένο ο Έκτορας να σκοτώσει τον Πάτροκλο.
Κι έτσι βγήκε πάλι ο Αχιλλέας στον πόλεμο.
Κι έτσι πήραν για μια φορά ακόμη απάνω τους οι Έλληνες.
Κι έτσι σε λίγο τους έκλεισαν πάλι μέσα στα τείχη.
Γιατί δεν ήταν ούτε για τη δόξα και το μεγαλείο των Αργείων
που όπλισε πάλι το χέρι του ο προγραμμένος•
ούτε για τα δίκαια της πατρίδας που αναγκάστηκε να ξαναζωστεί
τα πολυτραγουδισμένα του τ’ άρματα.
Η ψυχή του βογκούσε μέσα στο κλάμα και σπάραζε.
Άγρυπνος, εξουθενωμένος, απαρηγόρητος
φέρνοντας βόλτες σαν το ορφανεμένο αγρίμι γύρω απ’ το σώμα του φίλου του
ρίχνοντας χώμα και στάχτη πάνω στα ωραία του μαλλιά
πήρε επιτέλους τη μεγάλη απόφαση.
Ξέροντας βέβαια τι έμελλε να συμβεί
μόλις έβαζε πάλι το κοντάρι στο χέρι του.
Δίχως καθόλου να διστάσει ωστόσο
αυτός που όλοι οι χρησμοί ήταν ενάντιοι για κείνον
απελπισμένος και μαύρος, στολίστηκε για τη μάχη.
Απελπισμένος και μαύρος, προχώρησε σταθερός προς το θάνατο.
Θανάσης Κωσταβάρας, Ιστορήματα, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, Απρίλιος 1985, σελίδες 21-25.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου