«3×3 είνε το καμαράκι. Παράθυρο εσωτερικό». Έτσι λεν οι μαστόροι και καθορίζουν τις οικοδομές.
Κι’ όταν τελειώνει η νύχτα και ξημερώνει η μέρα, βάζουνε τότε κάποιοι το κλειδί στην πόρτα, και τ’ ανοίγουνε το καμαράκι.
Ποιος είνε ο προϊστάμενος εδώ μέσα; Κανείς. Όλοι είνε ανάκατοι. Αλλά για πελατεία, το καμαράκι έχει πολλή. Αγόρια και κορίτσια. Λογούδικα κι’ αμίλητα. Τα περισσότερα αμίλητα. Και γυαλίζουν τα μάτια τους και γυαλίζουν τα δόντια τους. Και λένε κάτι βιαστικό και φεύγουν. Κι’ έρχονται κι’ άλλοι τρέχοντας και φεύγουν. Και κάθουνται άλλοι απάνω στα τραπέζια, κι’ άλλοι σε στοίβες σε βιβλία χάμω. Και σηκώνεται ο ένας και δίνει θέση κάθε τόσο του άλλου. Και πολλοί στέκουνται στον τοίχο όρθιοι. Και κάποιοι στέκουνται ώρες και κάτι περιμένουν. Αλλά για σήμερα επερίμεναν άδικα. Και παν εκείνοι κουρασμένοι κι’ έρχουνται κουρασμένοι άλλοι. Κι’ ένα χαρτί στην πόρτα κολλημένο λέει:
«Φίλοι, κάνετε γρήγορα και μη πιάνετε χώρο, γιατί ο χώρος μας είνε μικρός.»
Και το διαβάζουν το χαρτί, κι’ αμέσως συμμαζεύουνται όλοι, σα να ’θελαν να γίνονταν μια μικρούλα μπαλίτσα, σαν το σκατζοχεράκι, να μην μποδίζουν διόλου. Και χαιρετίζουνται όλα και γυαλίζουν τα μάτια τους και γυαλίζουν τα δόντια τους και πότε-πότε ο ένας σφίγγει το χέρι του άλλου.
‒ Και πότε-πότε ο ένας ψάχνεται για τσιγάρο και του δίνει ένας άλλος και το μοιράζουν δυο.
Και πότε-πότε ο ένας λέει στ’ αφτί του άλλου:
«Βρε Κίμωνα, θυμάσαι τη μάχη του Βαρβάκειου; Που μας περικυκλώσανε κι’ είμασταν ώς διακόσιοι κι’ απομείναμε είκοσι; Και ποιος ήτανε ντε εκείνος ο πιτσιρδέλης ο διοικητής, ανήλικο μωρέ ήτανε, που μας είπε και κουβαλήσαμε τα γύψινα αγάλματα και τα στήσαμε μπρος, και τα καμουφλαρίσαμε με κράνη και ντουφέκια από τους σκοτωμένους και πέσαν στην παγίδα οι Άγγλοι και βαρούσαν τ’ αγάλματα και μεις εκάμαμε έξοδο και βγήκαμε από πίσω και τώρα λέει, το κυνηγάν εκείνο το πιτσιρδελάκι, κι’ ήταν ένα ατρόμητο και δε θυμούμαι τ’ όνομά του!»
«Και πού να τα θυμάσαι τώρα, λέει τότε ο άλλος, σάματις ήτανε ένα και δυο! Και μάχες και διοικητές!»
Και συχνά έρχουνται κουτσοί. Και τους βοηθάνε απ’ τις μασχάλες όποιοι τύχουνε δίπλα τους, αλλά ντρέπουνται εκείνοι όταν τους βλέπει ο κόσμος, και προσπαθάνε να βαδίσουν μόνοι τους, σάματις να ’τανε ντροπή να δώκεις το ποδάρι σου καίγοντάς το λαμπάδα, για τη χαρά του κόσμου!
Και συχνά έρχουνται τυφλοί. Κι’ ανασηκώνουν το πανί που φράζει το ’να μάτι τους, σάμπως για να ’βλεπαν καλύτερα, αλλά κι’ αν το σηκώνουνε, δε διακρίνουν τίποτα, γιατί μάτι δε φράζει εκείνο το μαύρο πανί, αλλά μόνο μια τρύπα.
Κι’ όλοι εκείνοι που από σύμπτωση απόμειναν, ολόγεροι, βλέπουνε τώρα τους μισερωμένους κι’ αμέσως κινιέται η μνήμη τους.
Κι’ άλλος θυμάται οδόφραγμα, και στην κορφή του ένα νεκρό, που ήταν ο αδελφός του. Άλλος βλέπει ένα κάστρο να προχωρά μουγγρίζοντας πάνω στις αλυσσίδες του να χυμά, να τον φάει. Άλλος βλέπει τη μάννα του με τ’ άσπρα της χυτά μαλλιά π’ ανέμιζαν σαν της τρελλής, μ’ ένα κανάτι κοψοχείλικο μέσα σε φλόγες κόκκινες, να του φέρνει νερό.
Κι’ όλοι τους κάτι βλέπουνε κι’ έχουνε και θυμούνται. Αλλά δε σταματούνε πολλή ώρα στα θυμίσματα. Γιατί τώρα έχουνε δουλειά.
Δίπλα τους χρόνια πέρναγαν, κι’ αυτοί ήταν καταχωνιασμένοι. Κρύβαν το μπόι τους. Κρύβαν τον πόθο τους. Κάμποσοι κρύβανε και το μυαλό τους. Κι’ έτσι περάσανε εννιά χρόνια. Άλλοι ήταν βρέφη και μεγάλωσαν. Άλλοι αγέννητοι, γεννήθηκαν. Κι’ άλλοι δεν είχανε τότε καρδιά, αλλά τώρα αποχτήσανε.
Και τώρα τρέχουν όλοι τους. Βγήκαν στην επιφάνεια. Και είνε σαστισμένοι. Τους χτύπησε το φως το απότομο. Θάψανε τους νεκρούς τους. Ξεκρέμασαν την αραβίδα τους. Και τώρα τρέχουν να προλάβουνε. Να μάθουν και να κάμουνε. Να γκρεμίσουνε, να χτίσουνε. Να μας πουν το τραγούδι τους, να λαμπικαριστούν οι αγέρηδες. Να μας μάθουνε εκείνοι, εκείνα που δεν ξέραμε.
Τραβηχτήτε όλοι σας στη μπάντα. Και χαιρετάτε όσο περνούν. Είνε τα νειάτα της Ελλάδας, που ξεκινάν για τη ζωή. Είνε η ΕΠΟΝ που προχωρεί. Είνε η «Αναδυομένη» του ποιητή Σικελιανού.
«Αύρες, τρεχάτε, ‒ ω Κυμοθόη, ω Γλαύκη ‒ ελάτε πιάστε μου
τα χέρια απ’ τη μασκάλη.
Δεν πρόσμενα, έτσι μονομιάς, παραδομένη να βρεθώ
μες στου Ήλιου την αγκάλη...»
Δημοσίευση: π. «Νέα Γενιά. Όργανο του Κ. Σ. της ΕΠΟΝ», τχ. 54, Αθήνα, 1 Αυγούστου 1945.
Το διήγημα ήταν αθησαύριστο. Εντοπίστηκε, αναδημοσιεύτηκε και σχολιάστηκε πριν από λίγα χρόνια: Κώστας Γ. Τσικνάκης, «Η Μέλπω Αξιώτη το 1945. Ένα αθησαύριστο διήγημά της», π. «Μικροφιλολογικά» (τχ. 42, Λευκωσία, Φθινόπωρο 2017).
Αντλήθηκε απ' το προφίλ του Κώστα Γ. Τσικνάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου