Εδώ ήταν η συνηθισμένη θέση του.
Ο άνθρωπος καθισμένος ανάμεσα
στη σιωπή του και τον καθρέφτη
κοιτάζοντας ένα πράγμα να καίγεται γρήγορα
κι ολοένα να σώνεται ασχημίζοντας.
Μπορούσε να υποφέρει ακόμα την αγάπη.
Καμιά φορά κουραζόταν
κοίταζε τότε κατά το ταβάνι
γεμάτο μάτια προσηλωμένα στα δικά του
και την αράχνη σε μιαν άκρη
κυματίζοντας να κατεβαίνει.
Ύστερα πέφτανε πάνω του μεγάλες πέτρες
χαλάσματα που τον κομμάτιαζαν
σε μικρές φωνές.
«Το κατώγι» στο: Ποιήματα: 1943-1997, σ. 30
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου