Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

Μηνάς Δημάκης-Πορείες στην έρημο


Έρχομαι από εκατό δρόμους,

έρχομαι από τα μάκρη των ηπείρων,

έρχομαι από τα πέρατα των θαλασσών,

έρχομαι από την καρδιά της αβύσσου.


Αδερφοί μου, δεν είναι χέρια που σας αγγίζουν,

αδερφοί μου δεν ακούτε φωνή:

κάτι από το άγγιγμα του σιμούν,

κάτι από το στεναγμό καταιγίδας

σας φέρνω.


Το μορφασμό της οδύνης,

την άγρια μανία του ολέθρου,

δάκρυα, φωνές, και ικεσίες, και φοβέρες,

κι ακόμα το μίσος, κι ακόμα τη φρίκη

σας φέρνω.


Έρχομαι από τα βάθη των καιρών,

για να τραγουδήσω την ανθρώπινη προσπάθεια,

για να τραγουδήσω τον εαυτό μου,

έρχομαι από τα βάθη της ερήμου.


Περπάτησα αιώνες,

κοιτάζοντας τον ουρανό, έκλεισα τ’ αστέρια στην καρδιά μου,

πατώντας στη γη, μάτωσα τα χαλίκια,

γυρεύοντας τους ανθρώπους, έχασα τον εαυτό μου.


Τους βρήκα

να παραμονεύουν το Θεό κάτω απ’ τον Πύργο Βαβέλ

και σε λίγο ηττημένοι να πέφτουν,

και πάλι τους βρήκα στο Γολγοθά ν’ αλαλάζουν,

να βλαστημούν και να φτουν και να ουρλιάζουν,

τους είδα να τριγυρνάνε,

άβουλες σκιές,

κάθε τόσο σ’ έναν ήλιο καινούργιο.


Μέσα στις νύχτες των ερώτων τούς συνάντησα,

κι άστραφταν για μια προδοσία τα μάτια τους,

κι ήτανε σα μια μάχη να ’διναν,

κι ήτανε τ’ αγκαλιάσματα θανάσιμα,

κι ήτανε τα γέλια σα λυγμοί,

και σαν γνώριμοι πανάρχαια χρόνια,

και μαζί σαν άγνωστοι και ξένοι,

το μυστήριο ο ένας του άλλου διάβαζε

στη σιβυλλική μορφή,

και χωρίζονταν.


Και τους βρήκα ένα καρτέρι ακοίμητο

μεταξύ τους να ’χουν στήσει,

να παραφυλάγουν με μανία τρελή,

με γυμνά μαχαίρια στο σκοτάδι.


Οδοιπόρους τους απάντησα στα χιόνια,

δίχως καλύβα να φαίνεται,

δίχως ψωμί να κρατάνε,

κι είδα να φτάνουν κι οι λύκοι.


Και τους είδα παιδάκια λυπημένα,

πληγωμένα παιδάκια που έχασαν το δρόμο,

και περπατούν και κλαίνε και στενάζουν,

κι είναι για να πεθάνουν ξένα μες στο δρόμο.


Έρχομαι από εκατό δρόμους,

έρχομαι από τα βάθη της ερήμου...


Μηνάς Δημάκης (1913-1980)


(Φύλλα τέχνης, 1935-1937)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου