Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

Νίκος Σφυρόερας-Δύο Ποιήματα

Ελληνικός Όρθρος

Mε του λαγούτου τις χορδές
αποχαιρετήσαμε το καλοκαίρι.

Γέμισε φύλλα το χώμα,

χρυσάνθεμα η καρδιά.

Παίξαμε τα τελευταία μήλα της Αγάπης.

Πετάξαμε τα μαντίλια του συρτού στη θάλασσα.

Μια μαύρη φούντα απ’ το νησιώτικο φέσι μας

ανέβηκεν ο πρώτος καπνός

στον ουρανό του χωριού μας.

Μαζέψαμε του ήλιου τη σοδειά κάτω απ’ τη στέγη μας

και περιμέναμε να ’ρθεί το πρωτοβρόχι, να ποτίσει

τις γέρικες ελιές μας, το στεγνό χώμα μας,

να σπείρουμε ξανά το στάρι που μας τρέφει,

ν’ ανοίξουμε το μούστο που μας θερμαίνει,

ν’ ακούσουμε τα τραγούδια που μας γέννησαν

στο παλιό τζάκι με το καπνισμένο καριοφίλι,

γύρω στη μαύρη ποδιά της μάνας μας.

Μας γύρευεν ο γείτονας νερό και του δίναμε,

μας γύρευε ο παπάς πρόσφορο και του ζυμώναμε,

μας γύρευε ο μπεκρής κρασί και τον κερνούσαμε,

μας γύρευεν ο ξένος ίσκιο κι έπαιρνε την καρδιά μας

κι είχαμε ανοιχτά τα σπίτια μας και δίχως μάνταλα τις πόρτες

κι είχαμε φτώχεια, μα είμαστε πλούσιοι,

απ’ τα μαργαριτάρια του ιδρώτα μας,

από τα μάτια της γυναίκας μας,

από το γέλιο των παιδιών μας.

Δε θέλαμε άλλο χώμα για τον τάφο μας,

παρά το χώμα που χορεύαμε συρτό·

δε θέλαμε άλλη θάλασσα για ψάρεμα,

παρά τη θάλασσα που μάθαμε κολύμπι·

δε θέλαμε άλλον ουρανό για χιόνι και βροχή,

παρά τον ουρανό που βρέχει την καλοσύνη μας.

Η αγάπη μας αγκάλιαζε τον κόσμο.

Πηγαίναμε στους τάφους των νεκρών μας

και μνημονεύαμε όλους τους νεκρούς,

εχτρούς και φίλους και αλλοφύλους!

Η μάνα μας μοιρολογούσε με την ξένη μάνα.

Το καντήλι μας άναβε για όλες τις ψυχές.

Μόλις που άρχιζαν πάλι να καπνίζουν τα τζάκια μας.

Τ’ αλέτριά μας ήταν έτοιμα για τ’ όργωμα.

Η γη μας περίμενε τους καινούριους σπόρους.

Οι γερανοί χαιρετούσαν το καλοκαίρι μας.

Η πρώτη βροχή δρόσιζε το κορμί μας.

Ο χειμώνας άρχιζε το ελληνικό του παραμύθι.

Περιμέναμε τον πετεινό να μας φέρει το ξημέρωμα,

το γείτονά μας να χτυπήσει την πόρτα μας,

τη γυναίκα μας ν’ ανάψει το λύχνο και τη φωτιά

και να μας πει:

- Καλή στράτα!  - Καλή σπορά!

Περιμέναμε τα σπουργίτια να μαζέψουν τους άχωστους σπόρους

και τη σουσουράδα να σεργιανίσει στις δράνες,

περιμέναμε …

και μας ξυπνήσαν

οι καμπάνες!

μ’ άλλον ήχο,

μ’ άλλο χτύπο,

μ’ άλλο βούισμα

οι καμπάνες!

μ’ άλλο αλάφιασμα κι οι μάνες

ενώ βούιζαν

οι καμπάνες!

κι ενώ φεύγαν,

φεύγαν,

φεύγαν

τρομαγμένα από τις δράνες

τα σπουργίτια

κι ενώ κλαίγαν

και μουγκάνιζαν τα βόδια,

όσο ηχούσαν και χτυπούσαν,

σαν τρελές, δαιμονισμένες,

σαν Μαινάδες μεθυσμένες,

μες στη νύχτα

οι καμπάνες!

Ποιός τις χτύπαε τέτοιαν ώρα;

Ποιά δαιμόνια ξεχυθήκαν μες στη χώρα,

ποιά τελώνια

από τη γης τα καταχθόνια;

- ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ!

- ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ!

- ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ!

Δε φωνάζει ο πετεινός σας,

- ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ!

Δε χτυπάει ο γείτονάς σας,

- ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ!

Δε θα πάτε στα χωράφια,

- ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ!

Φάντασμα ήρθε μες στη νύχτα,

και χτυπάει, χτυπάει την πόρτα!

- Το ποτήρι μας κερνούσε

χτες το βράδυ με το χέρι,

στ’ άσπρα γάντια του κρυβόταν

το μαχαίρι του φονιά,

ληστής ήταν και μας έστηνε καρτέρι

μες στη νύχτα.

Φάντασμα ήταν και ξεγλύστρησε στη χώρα

μες στη νύχτα …

Να του ανοίξουμε χτυπούσε,

μα είχε μπει κρυφά, σαν φίδι,

και ντυμένο στο σκοτάδι προχωρούσε.

Τότε σείστηκε όλη η γη μας

και αρχίσαν τα ποτάμια να φουσκώνουν

και τα βουνά ξερίζωσαν και το πετροβολούσαν.

Βαθιά στη νύχτα ανοίξανε τα στήθια μας και βγήκε

σαν από βούκινο η φωνή μας και την πήρε ο άνεμος,

βροχή την έριξε στους κάμπους κι έγινε δρολάπι,

κύμα τη σήκωσε στη θάλασσα κι έσπασαν οι άγκυρες

χιόνι την έφερε στη στέπα κι έγινε παγόβουνο.

- Ορέ, του Κίτσου η μάνα,

η μάνα κάθησε

στην άκρη στο ποτάμι

κι η Δέσπω αφήνει το χορό

- έχετε γεια βρυσούλες!­ -

με τις εννιά της νύφες

και πιάνουν τ’ ακροβούνια,

«με τα φυσέκια στην ποδιά, τα βόλια στο μαντίλι.»

Κι ο μαύρος με το γρίβα μας στο στάβλο μας μαλώναν,

ποιός θά ’ναι ο τυχερός να μπει στου Διγενή τ’ αλώνια.

- Χάειντε, μωρέ σ’ παλιόγριβα, σαρανταπληγιασμένε,

σαράντα, χάι! σαράντα, χοπ!

σαράντα χρόνους έκαμες,

σαράντα χρόνους έκαμες στο στάβλο μας δεμένος

και τώρα στα σαράντα σου Σαράντη θα σε βγάλω,

να πάω μαζί σου στη γιορτή, να πάω στο πανηγύρι,

να δεις χορό στο Ζάλογγο, γλέντι στο Κακοσούλι,

να δεις πώς ρίχνουν βόλια τα βουνά κι οι κάμποι αστροπελέκια.

- Μάνα μ’,

δεν πάμε εφέτος στη σπορά, δε βάνουμε αρρεβώνα,

μηδέ φιλείς στην πόρτα μας νύφη την Αρετή μας,

μόνε σαρανταλείτουργο στην εκκλησιά να τάξεις,

σαράντα πήχες να γενώ, να πάω σαράντα μίλια,

σαράντα δίπλες να πλεχτώ και το στοιχειό να πνίξω!

- Γιέ μου,

μην πάμε εφέτος στη σπορά, μη βάλουμε αρρεβώνα,

μηδέ φιλώ στην πόρτα μας νύφη την Αρετή μας,

μόνε σαρανταλείτουργο στην εκκλησιά θα τάξω,

σαράντα πήχες να γενείς, να πας σαράντα μίλια,

σαράντα δίπλες να πλεχτείς και το στοιχειό να πνίξεις!

Ακόμα ο λόγος έστεκε και χούμηξε η καρδιά μας

αετός επάνω στα βουνά, στη θάλασσα γοργόνα,

κι εβγήκε ο Ήλιος,

ο Ήλιος ο Έλληνας,

κι έφεξε η σκοτεινή καρδιά του κόσμου!


Συγκομιδή, 1988


Το χαμένο καλοκαίρι 


Όλη η ζωή μου ως εδώ

μ'ένα χαμένο μοιάζει καλοκαίρι,

που μάδησε

χωρίς τον ήλιο του στα χέρια μου,

που σάπισε

χωρίς τη γεύση του χυμού του στην καρδιά μου,

μ'απλωμένο μονάχα όλο τον ίσκιο του

πάνω απ' τα πρώτα τρυφερά μου βήματα

στη χλόη μιας άλλης Άνοιξης.


Α, πως πλανεύει ακόμα την ακοή μου

εκείνο τ'απαλό τραγούδι της κούνιας,

το παραμύθι της φωτιάς

κι ο παλμός μιας καρδιάς

π'ακουμπούσε στο στήθος μου

κι αφουγκραζόταν μαζί μου τη φωνή του Θεού,

που την καλούσε από τότε

κι έφερνε το πρώτο δάκρυ

στα κλεισμένα μου βλέφαρα.


Μόνο σ'αυτή την Άνοιξη γυρίζω ακόμα

και ψάχνω να την ξαναβρώ

με μια ανθισμένη πασχαλιά,

με μια ορθρινή καμπάνα,

με το σφυρί του σιδεράδικου στη γειτονιά,

με το τραγούδι του νερού

στο γέρο μας νερόμυλο,

μόνο σ'αυτή την Άνοιξη

μ'όλους τους χαρούμενους ήχους της,

που κρέμονται πια

σαν παγωμένα καρφιά από σταλαχτίτες

στα σπήλαια των ονείρων μου

και πετρώνουν το κάθε μου δάκρυ.


Πηγές: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία, "Ταξίδι στην ποίηση", Ναυτίλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου