Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2021

Κώστας Ι. Καλατζής-Η Ασημόπετρα (απόσπασμα)


Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι μέρος της περιγραφής από το βομβαρδισμό των Γερμανών στο Βαθύ της Σάμου στις 17 Νοεμβρίου 1943.

...Οι εκρήξεις μας προλάβανε στη συνοικία με τις καρουπιές ψηλά στην παρυφή της πολιτείας.
Αναταράχτηκε ο κόσμος, σκίστηκε κι ένα πηχτό χωματένιο κύμασηκώθηκε βίαιο και μας κάλυψε.
Βρεθήκαμε ζουλιγμένοι σ' ένα ρηχό αντιαεροπορικό χαντάκι, λίγο πιο πάνω απ' τα τελευταία σπίτια. Η αριστερή μου πάντα στουμπίχτηκε όλη, πόνος τη μούδιασε μουγγός. Ψαχούλεψα τρομαγμένα τη Μαρία. Δεν είχε χτυπήσει. Κρατιόνταν γερά απ' τη ζώνη μου και δάγκωνε τα χείλια της για να μην ξεφωνίσει. Τα χαρακτηριστικά της πανιασμένα είχαν τραβηχτεί κι ο τρόμος πρασινωπός γυάλιζε στα μάτια της.
...Κι οι μπόμπες σκάζαν ολόγυρα. Στρούφιζε η γης, κλώτσαγε ίδιο μυγιασμένο πουλάρι, άνοιγε στόματα πυρωμένα, κρατήρες πελώριους να μας χάψει. Ο αέρας ξεσκίζονταν από μυριάδες σφυριχτές βιτσιές, άναβε. Ένοιωθες σπαρταριστή την καρδιά να φλετουράει, ίδιο κοτσύφι πιασμένο στην ξόβεργα και φίδια χοντρά τις καρωτίδες να γοργοχτυπιούνται τεζαρισμένες. Καρφωτά στο σβέρκο μας δάγκωνε ο πανικός.
Ερχόνταν χουγιαστά η μπόμπα κι η ζωή μας όλη αναρουφιόνταν με μιας από τις φλέβες της κι έφραζε, κόμπος σφιχτός, το λαρύγγι. Τα δάχτυλά μας γαντζώνονταν ξυλιασμένα πάνω στο αγαπημένο στέρνο της γης κι η ανασεμιά ακίνητη στα χείλη αφουγκράζονταν και καρτέραγε. Έτοιμη να μας αφήσει και χελιδόνι άπιαστο να φτερουγίσει στο γαλάζιο στερέωμα.
Κιοτήδες ανήμποροι, με λειωμένη τη θέληση και την αξιοπρέπειά μας, ξαπλωμένοι έτσι θεόγυμνοι κάτω απ' την καφτερή ανάσα του θανάτου, δαγκώναμε το χώμα και περιμέναμε. Δε μας περνούσε άλλο, μόνο να περιμένουμε.
Και με το ξετάπωμα της βροντής κάτι σαν τούμπανο ανατολίτικο, σα βούκινο, κάτι σαν πεταλόκρουσμα κεραυνωτό κάλπαζε στ' αφτιά μας. Και μας κουκούλωναν η καφτή σκόνη, οι πέτρες. Μέναμε ασάλευτοι σαν κάτι μαμούνια, που, άμα πας να τ' αγγίξεις, κουλουριάζονται και γίνονται ένα τόσο δα, σβωλαράκι χώμα. Έτσι, ώσπου να κατακάτσει ο φοβερός απόηχος. Κι ύστερα μόλις - μόλις σηκώναμε το κεφάλι. Σαλεύαμε ερωτηματικά, ψάχναμε τα πλευρά μας κι άξαφνο κλώτσημα της καρδιάς μάς συντάραζε ολόκορμους. Νοιώθαμε πάλι την ύπαρξή μας. Άγρια και πυρωμένη χαρά, μυρίζοντας σκασμένη τροτύλη μας πλάνταζε.
Ζούσαμε.

Κι οι κινητήρες πάντα βουίζανε στον ουρανό. Σφύριζαν ασταμάτητα οι μπόμπες.
Θάθελες να σκάψεις ένα λαγούμι με τα δόντια και κουρνιάσεις μέσα, σκουλήκι αόματο δίχως αισθήσεις, να γίνεις ένα με τη γη, χώμα κι εσύ. Χώμα ζεστό, ήσυχο, αδιατάραχτο.
Μέσ' στο χαντάκι, στα φευγαλέα ανασηκώματα του κεφαλιού μου ξέκοβα μορφές πελιδνές, ξεματωμένες. Βούρκος από κορμιά πατηκωμένα σε σωρό αξεδιάλυτο. Ένας παπάς, ίδιος μαύρος μπόγος, είχε χώσει το κεφάλι του μέσα στα ράσα του. Δεν κουνιόνταν καθόλου. Μια τσιριχτή γυναικεία φωνή, έσκουζε μονότονα. Κάθε που έσκαζε η μπόμπα, ζουλιόνταν ο σωρός, γινόνταν μάζα πηχτή, λάσπη, κι ύστερα αναφουφούλιαζε πάλι, ζωντάνευε κι αναλυότανε σε σαγώνια που τρέμανε, μάτια θολά και χέρια, που άλλα σταυροκοπιόντανε, άλλα σηκώνονταν σε βουβό παρακάλιο κι άλλα μουτζώνανε τον ουρανό.
Ο Αλέξης βλαστήμαγε.
- Του σταυρό τ'ς ...
Δίπλα του ο Αρίστος τον κράταγε γερά απ' τον ώμο κι όλο τούλεγε.
- Φρόνιμα, Αλέξη, φρόνιμα. Στο φούρνο το κεφάλι...
Μα ο Αλέξης δεν άκουε. Βούιζε το άγουρο αίμα μέσα του. Στριφογύρναγε πεισματωμένο και τον παίδευε, τούδινε σπρωξιές απανωτές.
- Τ' Παναγία τ'ς...βλαστήμησε πάλι, και μ' ένα παλμικό τεζάρισμα του κορμιού του ξέφυγε του Αρίστου και βρέθηκε όρθιος στα χείλια του χαντακιού.
Ο ίσκιος του μας σκέπασε. Ρίζωσε διχαλωτά πάνω στα πόδια του και τίναξε πίσω το κεφάλι. Το μαύρο του κεφαλομάντηλο τούπεσε και τ' ακούρευτα μαλλιά του στρουφουλιχτά σπαρτάρισαν στον αέρα κορακάτα.
Ο ήλιος τσάχτισε σπαθάτος πάνω στις χιαστές σφαίρες του στήθους του. Είχε ένα φοβερό μεγαλείο κείνη η στιγμή!
Σήκωσε ψηλά το Σμάισερ ο Αλέξης και πάτησε τη σκανδάλη. Το αυτόματο κλωτσοκόπησε στα ξεμανίκωτα μελαχροινά του χέρια. Έσφιγγε τα χείλια του και με ματιά μεταλλική σημάδευε αταλάντευτος.
Έριχνε.
Πιδάκιζαν γυαλιστεροί οι κάλυκες.
Μα τα γινατωμένα νιάτα του Αλέξη δε γινόταν να σταματήσουν τ' αστροπελέκι, που σαν μοίρα αναπότρεπτη κατρακύλαγε ατράνταχο απ' τον ουρανό.
Βρουχήθηκε φλογερό το Στούκας, κατέβηκε χαμηλότερ' απ' όλες τις φορές, ίσα που σφύριξ' η μπόμπα κι όλα τα σκέπασε η βροντή και ο καπνός.
Ακούστηκε κραυγή μεγάλη. Σπαραχτική κραυγή, που σφεντονίστηκε πάν' από ανθρώπους και χαλάσματα και βούλιαξε γοερά στις μασχάλες των λόφων.
- Μάνα μου...

Ο Αλέξης...Πάει ο Αλέξης...

Η Μαρία μ' ένα άξαφνο τίναγμα πήγε να πεταχτεί όξω απ' το χαντάκι. Πρόλαβε ο Τζερόνυμο, την άρπαξε απ' τη μέση, την τράβηξε πίσω και με μια ιαπωνική λαβή την ακινητοποίησε στο βάθος του χαντακιού.
Πήγα να τιναχτώ εγώ απάνω. Μ' άρπαξε απ' το γιακά ο Αρίστος, με κράτησε.
- Κάτω και συ, μούγκρισε.
Το άλλο Στούκας έπεφτε κιόλας, με τη σειρήνα του να ουρλιάζει.
Η Μαρία χτυπούσε χέρια, πόδια, πολέμαγε να δαγκώσει τον Τζερόνυμο να ξεφύγει. Ούρλιαζε. Είχε πέσει σε υστερία.
Κι ο Αλέξης σφάδαζε. Η έκρηξη τον είχε πετάξει δέκα μέτρα μακριά. Κουλουριαζόνταν κι αναπήδαγε πλατσουριστά μέσα στο γλίτσικο βούρκο του αίματός του. Είχανε σύρριζα κοπεί και τα δυο του πόδια. Ορθώθηκε για μια στιγμή πάνω στα καπούλια του, τραμπαλίστηκε, άνοιξε αγκαλιά πελώρια τα χέρια του και κεραυνοχτυπημένος μπατάρισε μονοκόμματος.
Φώναξε πάλι δυνατά. Ύστερα ένα γουργουρητό σκέπασε τη φωνή του, κάτι σαν παράπονο, κάτι σαν κλάμα. Σώπασε.
Το πανωκόρμι του τράνταξε σπασμός ύστατος κι απόμεινε ακίνητος. Όρθια τσαταλώθηκαν τα κολωβά ριζομέρια του, με το κρέας τους αχνιστό να ξεχειλάει κατακόκκινο.
Άκουσα δίπλα μου τον Αρίστο να βογγάει. Η χούφτα του πελώρια αρπάχτηκε φοβερή πάνω σε μια πέτρα. Σφίχτηκε άγρια, ώσπου οι κλειδώσεις της πανιάσανε κι οι φλέβες της φούσκωσαν, γίνανε σκοινιά μπερδεμένα σε κόμπους χοντρούς.
Το Στούκας αποπάνω μας έγραψε την ουρλιαχτή του καμπύλη και πήρε διαγώνια ύψος. Έσκασε καμιά τριανταριά μέτρα παρακάτω η μπόμπα. Ένα σπιτόπουλο τινάχτηκε στα υψοούρανα. Σκεπάσαμε με τα χέρια τα κεφάλια, βροχή τα κάθε λογής κομμάτια, που κάποτε ήτανε το σπιτόπουλο. Ύστερα ανασηκωθήκαμε πάλι.
Δυο οργιές μπροστά μας κοίτονταν λυγισμένο, σα δάχτυλο γιγάντιο, το ένα πόδι του Αλέξη. Φαινόνταν ασπρουλιάρικη η γάμπα. Η αρβύλα ακέραιη. Το τακούνι της ήτανε φαγωμένο και το κορδόνι λυτό. Σουρχόντανε μια πιεστική διάθεση να πας κοντά και να το δέσεις. μα έβλεπες πως ήταν μάταιο πια. Και τα χέρια του Αλέξη ήταν πολύ μακριά τώρα για να το δέσουνε τα ίδια.
Το γόνατο θρύψαλα. Βαθιές κοψιές χωρίζανε λουρίδες το μερί και στην άκρη, απ' την τεράστια λαβωματιά, κομματιασμένες οι σάρκες ξερνούσανε αίμα πηχτό. Λεύκαζε το κόκκαλο τσακισμένο σε σουβλερά ξεσκλίδια και το μεδούλι κρεμόνταν σαν ψόφια σκουληκαντέρα και αργοστάλαζε κοκκινωπό.

Έδωσα μια και πετάχτηκα έξω. Έτρεξα σκυφτός, γονάτισα δίπλα στον Αλέξη. Ήτανε ακόμα ζεστός. Τα μάτια του ολάνοιχτα, γυαλωμένα και το πρόσωπό του συσπασμένο σε μια ύστατη έκφραση αβάσταχτου πόνου. Τα μάγουλά του ήτανε άσπρα, τέλεια άσπρα σαν το χαρτί. Όλο του το αίμα είχε αδειάσει απ' το κορμί του. Κουρελιασμένο το πουκάμισό του. Βαθιές χαραξιές σκίζανε τα μεγάλα του στήθια. Απ' την αριστερή μεριά είχε διπλωθεί το δέρμα και το κρέας και φαινόνταν γυμνά τα παΐδια.
Έκλεισα μαλακά τα βλέφαρά του κι άφησα την παλάμη μου εκεί. Κοίταζα το αρυτίδωτό του κούτελο, τις σφιχτές μπούκλες των μαύρων μαλλιών του.
Κρατιόμουνα με δύναμη. Ο πόνος ήταν ακόμα ζεστός μέσα μου, σαν το κορμί του Αλέξη. Δεν τον ένοιωθα. Ήξερα όμως πως δε θ' αργούσε να κρυώσει. Κι ήξερα πως η ζωή μου σημαδεύτηκε πια για πάντα από τουτηδά την ώρα από το σκοτωμό του Αλέξη.
Η πέτσινη εξάρτυση με τις σφαίρες του Λούγκερ ήτανε κει χιαστή στη θέση της, βουτηγμένη στο αίμα. Και η καινούργια ζωστήρα από βακέττα, κι αυτή στη θέση της. Κι οι γεμιστήρες του Σμάισερ. Τράβηξα την παλάμη μου απ' τα μάτια του Αλέξη.
- Συχώραμε, Αλέξη...άκουσα μια μακρινή φωνή μέσα μου να λέει...και να κλαίει.
Ξεκούμπωσα τη θήκη του Λούγκερ, έβγαλα το μεγάλο μαύρο πιστόλι. Το σήκωσα ψηλά κι έτσι γονατιστός τράβηξα απανωτά τη σκανδάλη. Φύγανε όλες οι σφαίρες στον ουρανό.
- Αντίο, Αλέξη...
Κι έβαλα το Λούγκερ του Ρίττερ Χάιντς φον Στοκχάουζεν στη ζώνη μου. Ήταν κειμήλιο της οικογένειας. Δεν έπρεπε να πέσει σε ξένα χέρια...
Σηκώθηκα όρθιος με ένα αίσθημα απόλυτου κενού.
Ο Αρίστος ήρθε κοντά σκυφτός και γρήγορος. Οι κινήσεις του ήτανε σταθερές και μετρημένες. Ίσιωσε το κορμί του Αλέξη, μάζωξε τα κομμένα πόδια του, τάβαλε πάνω - κάτω στη θέση τους, του σταύρωσε τα χέρια. Έτρεξε χαμηλά, τράβηξε μια κλωτσιά στην πόρτα του σπιτιού, δίπλα στο σπιτόπουλο που ανατινάχτηκε, μπουκάρισε μέσα, βγήκε κρατώντας κάτι στρωσίδια στα χέρια κι ένα σταμνί νερό. Ήρθε απάνω, σκέπασε με δυο χράμια το πτώμα, έπλυνε το πρόσωπο του Αλέξη, τα μαλλιά του. Εκείνη η σύσπαση του μεγάλου πόνου έφυγε. Κι ήταν ο Αλέξης τώρα ένα όμορφο παιδάριο που το πήρε γλυκά ο ύπνος. Μόνο που ήταν άσπρο, πολύ άσπρο...

Κι οι εκρήξεις ανασκάβανε ακόμα τα χαλάσματα χαμηλά στην πολιτεία. Τ' αεροπλάνα πετούσανε τώρα σε μικρούς τριγωνικούς σχηματισμούς, από τρία. Χαράζανε τον ουρανό, μια οριζόντια, μια κάθετα και γκρεμίζανε με μέθοδο.
Κάποτε φάνηκαν να ψηλώνουν. Υπακούοντας, ποιος ξέρει σε ποιο γνέμα, συγκλίνανε όλα και χωρίς κανένα μπέρδεμα πήρανε ένα - ένα την προκαθορισμένη θέση τους. Πουθενά τρεμούλιασμα φτερών, στραβοτιμονιά καμιά. Ο μέγας σχηματισμός των JU - 88, χωρίς νευρικότητες και κινήσεις περιττές ζυγήθηκε, στοιχήθηκε πάλι, τακτοποιήθηκε γοργά και με την άψογη μύτη του σημάδεψε τη Δύση και πήρε να ξεμακραίνει σταθερά. Σβέλτος και ξαλαφρωμένος.
Τα Στούκας φέραν κι αυτά μια τελευταία βόλτα, καβάλησαν τους ανεμόμυλους και χάθηκαν αφήνοντας για ώρα στ' αφτιά μας τη βουερή εντύπωση των δυνατών κινητήρων τους.

Ο ουρανός αποκαλύφτηκε πάλι γαλάζιος και πεντακάθαρος. Μας κάλυψε η σιωπή. Μια σιωπή βαθιά, παράξενη, η σιωπή του απείρου. Οι άνθρωποι πήραν να βγαίνουν απ' το χαντάκι μουδιασμένοι και βρώμικοι. Κοιταζόντουσαν ξέπνοοι ακόμα, σαστισμένοι. Ο παπάς έψαχνε για το καλυμμαύκι του. Η γυναίκα κουλουριασμένη στο χώμα έκλαιγε πάντα δυνατά. Ως φαίνεται ήταν χτυπημένη. Κάποιος έσκυψε απάνω της αμήχανα.
Γύρω απ' τον Αλέξη σχηματίστηκε αργά - αργά ένας συλλογισμένος κύκλος, αμίλητος.
Βγήκε και η Μαρία.
Πήγε να την κρατήσει ο Τζερόνυμο, έκανε μια έτσι εκείνη με το χέρι της, τον έσπρωξε αδύναμα. Είχε ησυχάσει. Το κορμί της ήταν αλύγιστο σαν ξυλιασμένο. Περπάτησε μ' έναν αφύσικο, σπαστικό τρόπο. Τα μάτια της είχανε κείνο το στύλωμα στο κενό, που έχουν τα μάτια των τυφλών. Λες και ερχόντανε από κάπου αλλού. Και πήγαινε κάπου αλλού.
Ζύγωσε. Ο κύκλος των αμίλητων ανθρώπων άνοιξε, πέρασε η Μαρία. Γονάτισε δίπλα στο κεφάλι του Αλέξη. Έπιασε το χράμι, το τέντωσε, έκανε στην άκρη του ένα ίσιο δίπλωμα και με τρυφερή κίνηση μάνας τον σκέπασε ταχτικά ως το λαιμό, θαρρείς για να μην κρυώσει. Με την παλάμη της σιδέρωσε το χράμι στο στήθος και στους ώμους. Ύστερα γύρισε, του χάιδεψε μαλακά, όλο τρυφεράδα το κούτελο κι έσκυψε τον φίλησε στο κάτασπρο μάγουλο. Ούτε ένα δάκρυ δεν ξεφλέβισε από κείνα τα παγωμένα μάτια της. Μόνο έμεινε να κοιτάει ακίνητα το πρόσωπο του παιδάριου, που έμοιαζε να το πήρε καταμεσήμερο στην εξοχή ο ύπνος. Τα χείλια της σαλέψανε.
- Ανάθεμα στον αίτιο...μουρμούρισε.
Έσκυψα, με κείνο το αίσθημα του απόλυτου κενού πάντα μέσα μου, την έπιασα απ' τους ώμους. Σηκώθηκα υπάκουα και άβουλα. Την πήγα λίγο πιο κάτω, την έβαλα να κάτσει σ' ένα κοτρώνι. Δεν αντιδρούσε.
Ένας Εγγλέζος στρατιώτης δίπλα, έδωσε μια στο χακί κράνος του και τόριξε πίσω, στο σβέρκο του. Φάνηκαν λιγδιάρικα τα αχυρένια μαλλιά του να κολλάνε στους ιδρωμένους κροτάφους του. Άναψε τσιγάρο. Στα γαλάζια νοτισμένα μάτια του κατρεφτιζόντανε η φλεγόμενη πολιτεία.

Πέρα στη Δύση, σύννεφα αφράτα στοιβάζονταν μαλακά, φράζαν το φαρδύ άνοιγμα του κόλπου.
Ο σχηματισμός των JU-88, μόλις φαίνονταν. Μίκραινε γοργά. Γίνηκε τριγωνική κουκίδα ασήμαντη, χάθηκε.
Και τα σύννεφα αδιατάραχτα, απόμειναν να ροδίζουν και να περιμένουν τον ήλιο να βασιλέψει.
Σε λίγο τ' αεροπλάνα θα τροχοδρομούσαν ζεσταμένα στους διαδρόμους. Θα στρίγγλιζαν τα φρένα και τα πληρώματα κουρασμένα θα σαλτάριζαν στη γη. Οι πιλότοι θα υπόγραφαν με χέρι σταθερό την αναφορά τους, θα λέγανε κανένα αστείο και λεύτεροι όλοι τους, χωρίς υπηρεσία, θα σκόρπαγαν μελισσολόι στ' αεροδρόμιο του Χασανιού. Πάει κι αυτή η μέρα...
Στην καντίνα τρανταγμός. Φωνές νεανικές, κεφάτες, γέλια. Οι μπύρες θ' άφριζαν στα ποτήρια.
- Prozit Paul...
- Prozit...
Κάποιοι θα παίζανε ντόμινο σοβαροί. Και κάποιοι άλλοι ακουμπισμένοι στα παραθύρια, θ' ανάσαιναν τη γλύκα του φθινοπωριάτικου απόβραδου και θ' αφήνανε το κουρασμένο απ' την ένταση της μέρας βλέμμα τους να γαληνέψει πάνω στη γαλάζια άπλα του Σαρωνικού.
Από κάπου θα τους κοίταζε συνοφρυωμένο το κάντρο του Χίτλερ. Μα ποιος θα το πρόσεχε τούτη τη θερμή ώρα!
Μια παρέα ζωηρή, με τα μαύρα χιτώνια ξεκούμπωτα, θα στοιβάζονταν ολοτρίγυρα στο απαραίτητο ξεκούρντιστο πιάνο. Τα ποτήρια θα ξανέμιζαν μισόγιομα και νοσταλγικό το τραγούδι θα θύμιζε πατρίδα.

- Die ein Lili Marlen...

Κι ένας μικρούλης σμηνίας - ας πούμε πιλότος σε Στούκας - παιδάριο ακόμα αμάλλιαστο από το Ντύσσελντορφ, στην ηλικία πάνω κάτω του Αλέξη καθισμένο ήσυχο στη γωνιά θα πιπίλιζε σκεφτικό την άκρη του κοντυλοφόρου του και θάγραφε αργά,

" Μάνα μου
Οι κάλτσες που μούστειλες ήταν ζεστές. Τις ήθελα. Όπου νάναι θα μπει ο χειμώνας και δω πέρα δε βρίσκεις τίποτα ν' αγοράσεις. Τα κράπφεν είχαν μπαγιατέψει. Μα δεν πειράζει, φτάνει που τάφτιασες εσύ. Τάτρωγα και σε θυμόμουνα.
Πάντα σε θυμάμαι, μάνα.
Ακόμα και τη στιγμή που τα σπλάχνα μου τα οργώνει η πίεση, όταν τ' αεροπλάνο σηκώνεται απ' τη βύθιση, ακόμα και τη δύσκολη κείνη στιγμή πριν λιγοθυμήσω, εσένα θυμάμαι, μάνα.
Θαρρώ πως γίνεται σκοτάδι ξαφνικά κι έρχεσαι νυχοπατώντας, όπως όταν είμουνα παιδί, να με σκεπάσεις και να μου χαϊδέψεις το μάγουλο..."

Παπαρούνες θα λουλούδιαζαν κείνην την ώρα στα χνουδάτα μάγουλα του παιδάριου. Τα χείλια του θα τρέμιζαν κι αχνός καφτός, δάκρυ που δε θέλει - που δεν πρέπει - να τρέξει, θα γανάδιαζε την ξαστεριά των γαλάζιων ματιών του.

Άραγε θα τόπαιρνε το γράμμα η μάνα;...
Εξακόσια αεροπλάνα - έλεγε αποβραδίς το B.B.C. - βομβάρδισαν το Ντύσσελντορφ. ( απόσπασμα).

Κώστας Ι.Καλατζής, Η Ασημόπετρα, μυθιστόρημα, εκδόσεις Πιτσιλός, χ.χ.3η έκδοση

Πηγή:http://ofisofi.blogspot.com/2020/09/blog-post_29.html 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου