Στην Πετρούπολη θα σμίξουμε πάλι,
εκεί σαν να ‘χουμε θάψει τον ήλιο μας,
και την ευλογημένη ανεξιχνίαστη λέξη μας
θα προφέρουμε σαν για πρώτη φορά.
Στο μαύρο βελούδο της σοβιετικής νύχτας,
Στου άδειου κόσμου το μαύρο βελούδο,
Τραγουδάνε ακόμα ευλογημένων γυναικών αγαπημένα μάτια,
ανθίζουνε ακόμα αθάνατα άνθη.
—
Σαν αγριόγατα καμπυλώνει τη ράχη η πρωτεύουσα,
πάνω στη γέφυρα να η περίπολος,
μόνο το κακό μοτέρ θα περάσει μες στο σκοτάδι καλπάζοντας
και κραυγάζοντας σαν τον κούκο.
Εμένα άδεια νυχτερινή δεν μου χρειάζεται καμία,
δεν τους φοβάμαι τους φρουρούς:
για την ευλογημένη ανεξιχνίαστη λέξη
στη σοβιετική νύχτα θα δεηθώ.
—
Ακούω το ανάλαφρο θρόισμα του θεάτρου,
ένα κοριτσίστικο «αχ»
και μια πελώρι’ αγκαλιά αθάνατα τριαντάφυλλα
στα χέρια της Κυπρίδας.
Δίπλα στη φωτιά ζεσταινόμαστε απ’ την πλήξη,
μα θα περάσουν ίσως οι αιώνες
κι ευλογημένων γυναικών αγαπημένα χέρια
θα μαζέψουνε την τέφρα τους.
—
Κάπου σαν να φαίνονται οι κόκκινες βραγιές της πλατείας,
από πάνω μ’ όλη τους την πολυτέλεια οι σιφονιέρες των θεωρείων·
ένας αξιωματικός, πες κουρδισμένη κούκλα·
μα δεν είν’ αυτά για μαύρες ψυχές και ψευτοπαναγίες…
Καλύτερα σβήσε λοιπόν τα κεριά μας
μες στου άδειου κόσμου το μαύρο βελούδο,
τραγουδάνε ακόμα ευλογημένων γυναικών ώμοι στητοί,
μαύρο ήλιο η χάρη σου να μη δει.
—
25 Νοεμβρίου 1920
***
Ο Αιώνας μου
Αιώνα μου, θηρίο μου, τις κόρες των ματιών σου
ποιος θα τολμήσει ν’ αντικρίσει
και με το ίδιο του το αίμα να κολλήσει
τις ραχοκοκαλιές των δυο αιώνων.
Από του κάθε γήινου το λαιμό
το αίμα-οικοδόμος αναβρύζει
και μόνο οι ακαμάτες τρέμουνε
στων νέων ημερών το έμπα.
—
Όσο η ζωή κρατεί, το κάθε πλάσμα του θεού
τη ραχοκοκαλιά που κουβαλάει –
της με τους αόρατους σπονδύλους του
παίζει ανασαίνοντας το κύμα.
Τούτον λοιπόν τον νεογέννητο αιώνα,
μωρό στα σπάργανά του,
πάλι τον πήραν και τον παν στο θυσιαστήριο
σαν της Λαμπρής τ’ αρνί.
—
Μ’ αν είναι ο κόσμος να κινήσει
από τις κλάπες λύστε τον
και μ’ ένα φλάουτο ζευγαρώστε
των ροζιασμένων ημερών τα γόνατα.
Με των ανθρώπων τις λύπες,
ταρακουνάει ο αιώνας μου θάλασσα και γη,
η οχιά μονάχα χωμένη στο χλωρό χορτάρι
τη χρυσή της χαίρετ’ εποχή.
—
Θα φουσκώσουνε κι άλλο τα μάτια των μπουμπουκιών
κι η πλάση θα ξανανθίσει,
μα εσύ, αιώνα μου, λαμπρέ κι αξιοδάκρυτε,
θα μένεις με τη ραχοκοκαλιά σπασμένη.
Και μ’ ένα κουζουλό χαμόγελο στα χείλη,
σκληρόκαρδος κι ανίσχυρος,
– εσύ ο αίλουρος των περασμένων δεκαετιών –
πίσω θα στρέφεσαι να βλέπεις της πατημασιές σου.
1922
***
—
Είδα τον κόσμο των ισχυρών όπως τον βλέπουν τα παιδιά.
Ακόμα και τα στρείδια φοβόμουνα. Με την άκρη του ματιού εκοίταγα τους στρατιώτες της φρουράς.
Ούτε τόσο δα λοιπόν δεν τους χρωστάει η ψυχή μου
κι ας την τυράννησα πασχίζοντας σε κάποιονε να μοιάσω.
—
Ποτέ, κομπάζοντας με καμιά μήτρα στο κεφάλι από δέρμα κάστορα,
δε στάθηκα απόξω από της τράπεζας τον αιγυπτιακό πυλώνα
και πάνω από τον λεμονί Νιεβά για ένα τριζάτο εκατόρουβλο
ποτέ, ποτέ εμένα δε μου χόρεψε καμιά τσιγγάνα.
—
Μαντεύοντας τους αυριανούς αποκεφαλισμούς στο σάλαγο των ξεσηκωμένων γεγονότων,
για τις Νηρηίδες της Μαύρης θάλασσας έφυγα τρέχοντας
κι οι τοτινές μας πεντάμορφες –οι αιθέριες ευρωπαίες μας–
τόσα φαρμάκια με ποτίσανε, τόση ατυχία και πίκρα!
—
Γιατί λοιπόν μέχρι τώρα η πόλη αυτή εξουσιάζει
τις σκέψεις μου και τα αισθήματα μου με την παλιά εκείνη τάξη;
Κι όλο κακιεύει από τους πάγους και τις πυρκαγιές
φιλοτόμαρη, καταραμένη, κενόδοξη, νεανίστρα!
—
Μήπως γιατί στην παιδική εικόνα τότε είδα
τη λαίδη Γκοντάιβα με ξέπλεκη την κοκκινομάλλα της χαίτη
κι ακόμα λέω και ξαναλέω μέσα μου χαμηλώνοντας τη φωνή:
Λαίδη Γκοντάιβα, χαίρε, Σ’ απολησμόνησα Γκοντάιβα…
1931
***
—
Για το ένδοξο κλέος των αιώνων που έρχονται,
για την υψηλόφρονη φυλή των ανθρώπων
την κούπα αποστερήθηκα στο τραπέζι των πατέρων μου
κι όλη μου τη χαρά και την τιμή μου.
—
Ένας αιώνας λυκόσκυλο ρίχνεται στις πλάτες μου,
δε ρέει όμως μέσα μου λύκου αίμα,
χώσε με καλύτερα, γούνινος σκούφος σαν να ‘μια,
στης πυρωμένης γούνας το μανίκι που φοράνε οι στέπες της Σιβηρίας.
—
Για να μη βλέπω ούτε τους δειλούς ούτε το λασπωμένο χώμα
και κάτω από τις ρόδες τα ματωμένα κόκαλα,
μα όλη νύχτα να φέγγουνε για μένα στην πρώτη ομορφιά τους
οι γαλάζιες πολικές αλεπούδες.
—
Πήγαινέ με τη νύχτα εκεί που κυλάει ο Ενισέι
και το πεύκο αγγίζει τ’ αστέρια
γιατί μέσα μου αίμα λύκου δε ρέει –
όμοια με τα δικά μου θα με σκοτώσουν χέρια.
17-28 Μαρτίου 1931
***
Είναι κάτι γυναίκες…
α
—
Στην έρημη προσπέφτοντας γη
νωχελικά παραπατώντας πρόλαβε να βγει
μπροστά λιγάκι από τους άλλους δυο,
τη γοργοπόδαρη φίλη της και τον συνομήλικο νεαρό.
Κάτι την κάνει να τραβάει μπροστά, η λειψή
ελευθερία ίσως, το κενό που την πεισμώνει
στην ίδια την περπατησιά της κάπως ν’ αποτυπωθεί
το προμάντεμα που φανερώνει
πως κι η άνοιξη τώρα τι άλλο έχει να μας πει
από το θάνατο και την ταφή
νυν και αει.
—
β
—
Είναι κάτι γυναίκες με την υγρή γη ίδιο αίμα,
κάθε τους βήμα κάθε τους νεύμα
λυγμός και κοπετός:
να ξεπροβοδάνε τους πεθαμένους
να προϋπαντάνε τους αναστημένους
όλος κι όλος ο δικός τους προορισμός.
Χάδια ποτέ σου μην τους ζητήσεις,
ποτέ σου μη γυρέψεις να τις χωρίσεις,
σήμερα άγγελος, αύριο σκουληκάκι στο μνήμα,
μεθαύριο ένα σχήμα,
μια οπτασία,
ό,τι υπήρξε –αυτός ο περίπατος– ένα κενό πια, μια απουσία.
Μόνο τ’ άνθη θα ‘ναι αθάνατα. Ο ουρανός θάμα.
Ό,τι μέλλεται, απλά ένα τάμα.
—
Βορονέζ, 4 Μαΐου 1937
Μετάφραση Μήτσος Αλεξανδρόπουλος
Πηγή:https://moggolospolemistisvalkaniosagrotisoklonos.wordpress.com/2011/01/22/%d0%be%d1%81%d0%b8%d0%bf-%d0%bc%d0%b0%d0%bd%d0%b4%d0%b5%d0%bb%d1%8c%d1%88%d1%82%d0%b0%d0%bc/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου