Ο Άλλος
Το σχέδιο ήταν προετοιμασμένο από καιρό, το πιστόλι αγορασμένο – θα τον σκότωνε οπωσδήποτε. Ένα γράμμα, όχι επεξηγηματικό, μα σχεδόν, χαιρέκακο γι αυτόν τον τιποτένιο, που, χρόνια τώρα εξουσίαζε τη ζωή μου. Πώς άρχισε, μου ήταν αδύνατο να θυμηθώ, ο Άλλος, τόσο γλυκομίλητος στην αρχή, τα μάτια του μεγάλα κι έκπληχτα, σχεδόν ποιητικά. Κι όμως σε λίγο, θάδειχνε το αληθινό του πρόσωπο, διεστραμμένος ως το κόκκαλο, μ’ έσπρωξε μια νύχτα στου πιο αγαπημένου φίλου τη γυναίκα, χρησιμοποιούσε τρόπους σατανικούς, όλες οι ραδιουργίες του ήσαν γνωστές, φώλιαζε μέσα μου τον φθόνο, ή την τύψη για εγκλήματα που δεν είχα κάνει, θυμάμαι, μάλιστα, παιδί, που ο Άλλος μ’ έβαζε να κλέβω τα βιβλία των συμμαθητών μου, έτσι, μόνο και μόνο για να ταπεινώνομαι απ’ την ντροπή. Δεν υπήρχε σκέψη ποταπή που να μην την έχωνε, με ηδονή, σαν ένα μαχαίρι, μέσα στο μυαλό μου. Μούστελνε όνειρα φριχτά: την πεθαμένη μητέρα μου γυμνή, με παγίδευε σε καταστάσεις αλλόκοτες, να θέλω νάμαι βασιλιάς, κι ύστερα να βγαίνω απ’ τις ονειροπολήσεις, πραγματικά σαν ένας βασιλιάς που τάχασε όλα ξαφνικά. Μ’ έβαζε να χτυπάω τις πόρνες, να δειλιάζω στο πολύ φως, το γέλιο ενός ανθρώπου στην γωνιά του δρόμου, μ’ έκανε, με μια ακρίβεια μαθηματική, να το νοιώθω σα δική μου προσβολή. Κι ενώ τόσο φοβόμουνα τους άλλους, μ’ έσπρωχνε να εξομολογιέμαι τα ακατανόμαστα της ψυχής. Κι όταν αυτό δεν τούφτανε, μ’ έριχνε στα πόδια τους, να τους ζητάω να με συχωρέσουν. «Λυπήσου με» φώναζα καμμιά φορά τις νύχτες, μα ο Άλλος, με τη διαβολική σιωπή του, μ’ άφηνε να κλαίω ώρες, για δόξες που δεν ήρθαν, για θυσίες που δεν μπόρεσα, ή μ’ ένα χαρτοκόπτη να βγάζω τα μάτια φανταστικών γυναικών. Κι άλλοτε μ’ έστελνε στο ανοιχτό παράθυρο μ’ έναν ίλιγγο ηδονικό – μόλις κατόρθωνα, την τελευταία στιγμή να κρατηθώ απ’ το περβάζι. Μα τι ήθελε λοιπόν; Γιατί μ’ έβαζε αλύπητα να ντροπιάζω τον εαυτό μου; Τι είχε να κερδίσει; Μια νύχτα, μάλιστα, νύχτα τρομαχτική, πριν λίγες μέρες η αγαπημένη μου είχε για πάντα φύγει, ο Άλλος, με την εγκληματική του ιδιοφυΐα, βρήκε έναν καινούργιο τρόπο: μ’ έβαλε να γδυθώ και να φορέσω τα εσώρουχα της, κι εκεί μες στο μισόφωτο, να φαντάζομαι πως είμαι εκείνη, να θέλω απεγνωσμένα να γίνω εκείνη – για να υπάρξει λίγο ακόμα, εδώ, μέσα σ’ αυτήν την κάμαρα πούχαμε ζήσει μιαν ατέλειωτη ευτυχία. Δεν έλειπε παρά ο φόνος. Ώσπου άρχισε να τον σταλάζει ακατανίκητα κι εκείνον μέσα μου. «Το αίμα είναι μια ηδονή, σαν το αλκοόλ», μούλεγε σιγανά, «ένα σώμα νεκρό είναι κάτι δικό σου – και δικό σου, ηλίθιε, δεν είχες τίποτα, ποτέ». Τότε, κατάλαβα μονομιάς, ότι για πρώτη φορά, ο Άλλος θάταν ο χαμένος, εδώ είχε ξεγελαστεί, τον κρατούσα πια. Αγόρασα το πιστόλι, κι έτοιμος από καιρό, τον περιμένω. Δεν μπορεί να μου ξεφύγει: το κλειδί του σπιτιού του είναι μες στην τσέπη μου, και το πρόσωπο του μες στο πρόσωπό μου.
—
Εκείνο
Έρχονται ώρες, που ξαφνικά σε πλημμυρίζει ολάκερο
η νοσταλγία του ανέκφραστου – σαν τη θολή, αόριστη ανάμνηση απ’ τη γεύση ενός καρπού,
πούφαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουνα παιδί,
μια μέρα μακρινή, λιόλουστη – και θέλεις να τη θυμηθείς
κι όλο ξεφεύγει. Τα μάτια σου
γεμίζουν τότε απόνα θάμπος χαμένων παιδικών καιρών.
Ή ίσως κι από δάκρυα.
—
Γι αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε έναν άνθρωπο που κλαίει.
Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του,
φιμωμένο και γιγάντιο, Εκείνο που ποτέ δε θα ειπωθεί.
—
Γέγραπται
—
Περπατούσαμε φλυαρώντας μες στη μεγάλη φωτισμένη νύχτα,
όταν θέλοντας, για μια στιγμή, να φτιάξεις τα μαλλιά σου
σταμάτησες και κοιτάχτηκες σε μια βιτρίνα.
Ήταν ένα γραφείο κηδειών. Γελάσαμε.
—
Κι όμως, μένει για πάντα πια από τότε πάνω στα μαλλιά σου
αυτή η ωχρή, αμείλιχτη ανταύγεια απ’ τα παλιά, πολυκαιρισμένα φέρετρα.
—
Ποίημα
—
Θυμάμαι όταν βγήκα απ’ τη φυλακή. Το κουρεμένο κεφάλι μου στρογγυλό κι άδειο σαν την υδρόγειο. «Όχι, δεν πειράζει» έλεγα στους φίλους που με προσκαλούσαν στο τραπέζι τους, ενώ την ίδια ώρα, άρπαζα κρυφά μια φούχτα κόλλυβα, απόνα πιάτο ακουμπισμένο στη ραπτομηχανή. Που βέβαια, τάτρωγα ύστερα, στην τουαλέτα. Έτσι χόρτασα τη ζωή μου: με νεκρούς, ταπεινώσεις, ποιήματα, χρονολογίες από παλιές καταστροφές κι οράματα από αυριανές επαναστάσεις. Και συχνά, για να εκδικηθώ τους άλλους, πούχαν τη βλακεία να πιστεύουνε σε μένα, έκανα διάφορες ποταπότητες και προστυχιές: δεν επέστρεφα τα χρέη μου, έκλαιγα μπροστά στους άλλους ή μιλούσα ατελείωτα στις κομματικές συγκεντρώσεις. Γιατί, αλήθεια, ξέχασα να πω, ότι από καιρό τώρα ήμουνα δοσμένος σε μια μεγάλη υπόθεση – τόσο μεγάλη θε μου, που νάχει τόπο ακόμα και για τους πιο ηλίθιους. Δεν μπορώ όμως να μην ομολογήσω, πως οι άνθρωποι μου πρόσφεραν πολλά: απιστίες οι γυναίκες, συμβουλές οι τρελλοί, απίθανα όνειρα οι σύντροφοι, κάπως βέβαια όλα αυτά φθαρμένα απ’ τη χρήση και το χρόνο. Μα η απληστία μου, σαν ένα πελώριο κύμα, τάλουζε όλα, και τα ξανάβρισκα σα μόλις κομμένα από τον κόρφο του Θεού. Κι οι μέρες μου, θριαμβευτικές, στηρίζαν τον υπέροχο, στέρεο αγκώνα τους πάνω στο νερό της ματαιότητας. Τέλος, για να μην τα πολυλογώ, αφού έζησα όλο το μαρτύριο της ελπίδας, έφτασα στο πιο απάνθρωπο έγκλημα: να πιστέψω στους ανθρώπους.
—
Τότε, λοιπόν, γιατί απαγορεύεται σ’ έναν επαναστάτη, ν’ αυτοκτονήσει.
—
1949 μ. Χ.
—
Την νύχτα εκείνη που τραυματίστηκα
η επανάσταση πέρναγε τις πιο κρίσιμες ώρες της.
Ο εχθρός προχωρούσε, είχαμε ανάγκη από στρατό,
δεν έπρεπε να πεθάνω. Δέχτηκα, λοιπόν,
να μου αλλάξουν το κεφάλι, που ήταν κόσκινο απ’ τις σφαίρες
μ’ ένα σιδερένιο, που μου το βίδωσε στους ώμους
ένας ψηλός ξερακιανός γιατρός, που επαναλάμβανε αδιάκοπα:
«Θαυμάσια, όλα πάνε θαυμάσια».
Τ’ άλλο πρωί ξανάφυγα για τη μονάδα μου.
—
Βέβαια, όπως είναι γνωστό, οι προδοσίες και τα λάθη
τσάκισαν την επανάσταση. Ήμουν εικοσιεφτά χρονών.
—
Μητρότητα
—
Την έβλεπε συχνά στον ύπνο του, (εδώ και χρόνια, πεθαμένη μου μητέρα),
και πάντα το παράξενο εκείνο όνειρο: το μισοσκότεινο δωμάτιο,
όπως τότε, οι σιγανές κουβέντες πλάι στο φέρετρο, κι οι φλόγες των κεριών που τρέμαν
καθώς από την ανοιγμένη πόρτα έμπαινε αθόρυβα
η μεγάλη νύχτα. Όλα τα ίδια. Μόνο Εκείνη
δεν ήταν η ίδια (α, μητέρα) – θέλω να πω δεν ήταν πια μονάχη, μα δίπλα της, σ’ ένα άλλο φέρετρο,
ξανά εκείνη, το ίδιο αγαπημένο πρόσωπο
πεθαμένο δυο φορές, τα ίδια εκείνα χέρια που όλα τα συγχωρούσαν, σταυρωμένα
δυο φορές, δυο μητέρες όμοιες, πλαγιασμένες σε δυο φέρετρα –
λες κι η απέραντη, πλημμυρισμένη της μητρότητα
που την είχε κάνει να ζήσει αμέτρητες ζωές
να μην χωρούσε τώρα μόνο
σ’ ένα θάνατο.
—
Τέχνη
—
Έζησα τα πάθη σα μια φωτιά, τάδα ύστερα να μαραίνονται και να σβήνουν,
και μ’ όλο που ξέφευγα απόνα κίνδυνο, έκλαψα
γι αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα. Δόθηκα στα πιο μεγάλα ιδανικά, μετά τ’ απαρνήθηκα,
και τους ξαναδόθηκα ακόμα πιο ασυγκράτητα. Ένοιωσα ντροπή μπροστά στους καλοντυμένους,
και θανάσιμη ενοχή για όλους τους ταπεινωμένους και τους φτωχούς,
είδα τη νεότητα να φεύγει, να σαπίζουν τα δόντια,
θέλησα να σκοτωθώ, από δειλία ή ματαιοδοξία,
συχώρεσα εκείνους που με σύντριψαν, έγλυψα εκεί που έφτυσα
έζησα την απάνθρωπη στιγμή, όταν ανακαλύπτεις, πλέον αργά, ότι είσαι ένας άλλος
από κείνον που ονειρευόσουνα, ντρόπιασα τ’ όνομα μου
για να μη μείνει ούτε κηλίδα εγωισμού πάνω μου –
κι ήταν ο πιο φριχτός εγωισμός. Τις νύχτες έκλαψα,
συνθηκολόγησα τις μέρες, αδιάκοπη πάλη μ’ αυτόν τον δαίμονα μέσα μου
που τα ήθελε όλα, τούδωσα τις πιο γενναίες μου πράξεις, τα πιο καθάρια μου όνειρα
και πείναγε, τούδωσα αμαρτίες βαρειές, τον πότισα αλκοόλ, χρέη, εξευτελισμούς,
και πείναγε. Βούλιαξα σε μικροζητήματα
φιλονίκησα για μιας σπιθαμής θέση, κατηγόρησα,
έκανα το χρέος μου από υπολογισμό, και την άλλη στιγμή,
χωρίς κανείς να μου το ζητήσει
έκοψα μικρά-μικρά κομμάτια τον εαυτό μου και τον μοίρασα στα σκυλιά.
—
Τώρα, κάθομαι μες στη νύχτα και σκέφτομαι, πως ίσως πια μπορώ να γράψω
ένα στίχο, αληθινό.
Τάσος Λειβαδίτης, Ποιήματα 1958 – 1964
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου