Ι
Εμπόδιο σε τι;
Θυμήθηκα το χαιρετισμό του σινιάλου
από τέσσερα μίλια που μας είδες
σαν γυρνούσαμε ύστερ’ από χρόνια.
Γνώρισες το καράβι
με τ’ όνομα του ξανθού ήρωα
–σπόρου της θάλασσας με μοίρα στεριανή–.
Δε σου φέραμε τίποτ’ άλλο από ιστορίες
μακρινών τόπων ανάμνησες
από πράγματα κι αρώματα πολύτιμα.
Μη ζητάς το βάρος τους στα χέρια σου ˙
τα χέρια σου πρέπει να είναι λιγότερο ανθρώπινα
για όσα κρατήσαμε στην ξενιτιά ˙
την πείρα της αφής, τον αγώνα του βάρους,
τα χρώματα τα ξωτικά
να νιώθεις μόνο τα λόγια μας
απόψε που γυρίσαμε.
Εμπόδιο σε τι
το κατάρτι που σου γνώρισε
το γυρισμό μας;
VIII Οι κακοί έμποροι
Κύριε, άνθρωποι απλοί
πουλούσαμε υφάσματα,
(κι η ψυχή μας
ήταν ύφασμα που δεν τ’ αγόρασε κανείς).
Την τιμή δεν κανονίζαμε απ’ την ούγια
η πηγή και τα ρούπια ήταν σωστά
τα ρετάλια δεν τα δώσαμε μισοτιμίς ποτέ:
η αμαρτία μας.
Είχαμε μόνο ποιότητας πραμάτεια.
Έφτανε στη ζωή μας μια στενή γωνιά
–πιάνουν στη γη μας λίγο τόπο τα πολύτιμα–.
Τώρα με την ίδια πήχη που μετρήσαμε
μέτρησέ μας ˙δε μεγαλώσαμε το εμπορικό μας ˙
Κύριε, σταθήκαμε έμποροι κακοί!
(ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1939)
Μα πιο μπερδεμένη η ζωή από τους κάβους και τα σύρματα,
κ’ η καρδιά βαρύτερη από τη θάλασσα
κι από τον ουρανό ˙
και πιο πικρή η ζωή από … μα φτάνει!…
Ένα θολό τραγουδούσες πρωί τότε
κι ο ήλιος δεν είχε πεθάνει
τι δε μπορούσε η καρδιά να ξεχνάει…
Το καράβι μπήκε σε δρόμο από τότε μακρύ
και μαζί γέρασε σε ιστορίες˙
μια ιστορία λέω τώρα,
πώς είχεν αρχίσει,
πως μ’ οποιονδήποτε τρόπο κανείς αρχίζει
κι ό,τι δοκιμάζεις σε δοκιμάζει
κ’ ύστερα περνά, το ξεχνάς ˙για πάντα λες,
έτσι νομίζεις;
Ως τον τελευταίο χαμό ˙
τότε ξανάρχονται μαζί όλα τα περασμένα…
Σ’ έναν άδειο κόσμο ο μεγάλος χαμός,
στην άδεια θάλασσα, όπως τώρα ο Πηλέας που κοιμάται
του πάνω κόσμου ο αντίλαλος τον κάνει και σφύζει
καθώς γερμένος στο πλευρό του λαβωμένος…
Μπορεί στ’ όνειρό του,
αν είν’ αυτό, θα ’ναι σίγουρα η φωτιά
στο σκοτεινό βασίλειό του λήθη ˙
λένε πως όλα περνούν ˙
μα κ’ η καρδιά σα δεν καίει στον πάνω κόσμο,
σωπαίνει
κ είν’ η σιωπή της λήθη.
Ας είναι αυτό το τραγούδι λοιπόν
γι’ αυτούς ξαφνικά που κοιμήθηκαν με καράβια
από φωτιάς αμάχη, πόλεμο ˙
ή από της αχόρταγης ερωμένης μας άλλη πικρή μοίρα,
αρχή και τέλος της ιστορίας
ν’ ακουστεί στο σκοτεινό βασίλειό τους
μ’ όλα τα χρώματα και τη δίψα της ζωής που αφήσαν,
νανούρισμα,
ίδιος σκοπός μ’ εκείνον που λένε
στα νησιά οι μητέρες μας
τ’ αρμυρά παιδιά τους κοιμίζοντας…
(ΙΝΔΙΕΣ, 1967, απόσπασμα)
Ύπνος του νερού
στα μάτια σου κοιμάται,
το χρυσό βράδυ.
Για να μη σβήσει
γράφω στο νερό τούτο:
έν’ άστρο πέφτει!..
Στη μαύρη νύχτα
ζωγραφίζω γιασεμιά
να ξημερώσει.
Μέρα και νύχτα
την ομορφιά σου καίει
για να χορτάσει
Όταν φώναζες
τ’ αγριολούλουδα
ο Θεός στεκόταν πλάι
(ΧΑΪ-ΚΑΪ ΚΑΙ ΤΑΝΚΑ, 1972)
Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BD%CE%BF%CE%AD%CE%BC%CE%B2%CF%81%CE%B9%CE%BF-%CE%B1-%CE%B4%CF%81%CE%AF%CE%B2%CE%B1%CF%82-%CE%B4-%CE%B9-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%89%CE%BD/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου