Κι όταν η μάνα του, του λέει: «Γιατί
δεν πας να παίξεις όπως τ’ άλλα τα παιδιά;»
« Βαριέμαι…» απαντάει αυτός σιγά
Νίκος Χάγερ-Μπουφίδης
Παράκληση στο θεό για έναν μικρό καμπούρη
Στο διάλειμμά της πάντα μόνη. Ένα βιβλίο
στα χέρια της, μικρή να το ‘χει συντροφιά.
Κι ο δάσκαλος όλο να λέει μες το σχολείο:
«γιατί δεν παίζεις όπως τ’ άλλα τα παιδιά;»
Στην τάξη πάνω, τα κορίτσια συμμορία
έχουνε φτιάξει κι είναι όλα τους σκληρά.
Συλλέγουνε φακέλους γι’ αλληλογραφία
και αυτοκόλλητα ωραία, γυαλιστερά.
Καμία όμως δεν της δίνουν σημασία.
Πρώτο θρανίο – έν’ αγόρι ο διπλανός.
Η Κάτια, η Θάλεια, η Νικολέττα κι η Μαρία
δεν της μιλάνε, ούτ’ η Μίνα, η αρχηγός.
Παίζει ποδόσφαιρο και μπάσκετ με τ’ αγόρια.
Πιο εύκολο είναι – γιατί δεν μιλάν πολύ.
Έχουν κανόνες ορισμένους, έχουν όρια
και είν’ ακόμη – για τα μέτρα τους – ψηλή.
Κάποια φορά η Νικολέττα κι η Μαρία
την πλησιάζουν μ’ ενδιαφέρον, ξαφνικά.
Δήθεν ρωτούν κάτι για γλώσσα, ορθογραφία,
κοιτώντας έντονα, να δουν τι έχει στ’ αυτιά.
Ύστερα εκείνη, όλο τ’ απόγευμά της κλαίει.
Μα ο κόσμος έξω αδιάφορος, μακριά.
«’Εγραψα ένα ποίημα, διάβασε», μου λέει
κι έχ’ η φωνή της μια παράξενη χροιά.
Τη βλέπω τώρα στην παλιά φωτογραφία
και μ’ όλη μου τη θέρμη πάλι της μιλώ.
Οκτώ χρονών παιδάκι, λέγεται Σοφία.
Τριάντα χρόνια πίσω, ξέρω, ήμουν εγώ.
Πηγή: Τρίτη γενιά, Τυπωθήτω/Gutenberg, 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου