Μια γέφυρα πάνω απ’ τον Ντορντόν. Είμαστε στον Ιούνη
του ’40. Το πελώριο πανί τ’ ουρανού
το κουρελιάσαν ορμητικά
τα Στούκας. Πάνε προς βορρά. Τα περιμένουμε.
Στοιβαγμένα τα βαρέλια με τη νιτρογλυκερίνη:
είναι ν’ ανατιναχτεί η γέφυρα. Έρχετ’ ένας στρατηγός
-τον υπακούνε ακόμα- και δίνει διαταγή:
σπάνε τα βαρέλια και το εκρηκτικό,
ταπεινά κιτρινωπό, απλώνεται
στης γέφυρας το κατάστρωμα. Λερώνει
λάστιχα και παπούτσια· και κάτι αγόρια
δεκάξι χρονώ, με περισκελίδες κι άρβυλα ψηλά
και γέλια πολλά - είναι τάχα γερμανοί
και παίζουνε, πως καβαλάνε γέφυρες - την απλώνουν:
κάνουνε και να την ανάψουν, μα ο καπνός
βρομάει υπερβολικά.
……………. Με συναρπάζει η εικόνα
του προδότη στρατηγού. Κείνο που με ξυπνά
δεν μπορεί να με προδώσει. Απαθής, ξεκάθαρα
το δείχνει: μπορεί κανείς να προδώσει με ευθύτητα,
μέρα μεσημέρι. Για ν’ ακολουθήσουν
οι προδομένοι. Το μηχανικό κομμάτι,
το σπάσιμο των βαρελιών, το κάνανε κείνοι.
Κανείς δεν βλέπει, την ώρα που συμβαίνει, ότι είναι
η δική σου η ζωή που μπροστά στα μάτια σου περνά
και δεν χωρά συμβιβασμούς στην υπεράσπισή της.
Μετά, ξέχνα - και κάνε τον αθώο.
[Από τον τόμο: Ανθολογία Καταλανικής Ποίησης.12 πρωτοπόροι ποιητές (δίγλωσση έκδοση), Μετάφραση - Εισαγωγή - Επίμετρα: Θεοδόσης Κοντάκης, Επιμέλεια: Ευαγγελία Πολύμου, εκδ. 24γράμματα, Αθήνα 2023.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου