Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2024

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου -Εσθήρ ή ο δύσκολος τοκετός



Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο.
Δ. Σολωμός

Έτρεχε μέσα στους δρόμους να τη συναντήσει.
Θα την αναγνώριζε.
Με τον αριθμό καταχώρησης Ε3052 στο γυμνό μπράτσο,
τα μαλλιά, μαύρα από τους καπνούς,
ν’ ανεμίζουν πολεμικές σημαίες,
ξεσχισμένες από τον άνεμο που τους σάρωσε.
Εσθήρ, ένα νούμερο, ένα άγνωστο πρόσωπο,
σώμα που δεν είδε ποτέ.
Όσο κι αν βυθίζει τα μάτια στη μνήμη
δυο στιλέτα που προχωρούν, χωρίς να σκοτώνουν.
Μόνο η αφή κρατά την παλιά, βίαιη,
γεμάτη απόγνωση τρυφερότητα, γεύση του ονείρου.
Εσθήρ.

Το τρένο σφυρίζει.

Άκου. Παρακαλώ, αν την γνωρίζετε.
Όχι... Όχι... Εσθήρ... Ε3052... Ναι... τίποτε άλλο...
Δεν ξέρω. Έφυγα πρώτος. Ίσως. Στο Γκέτο της Βαρσοβίας.
Σας είπα.
Μέσα στο βαγόνι. Σε χώρο 3x12. Χιλιάδες άτομα.
Πόσες μέρες κοιμόταν εκείνος ο νεκρός πάνω στο στρεβλωμένο πόδι μου;
Μου ζήτησαν νερό. Δεν την είχα προσέξει.
Όλο το σώμα μου ήταν γεμάτο άνθρωποι.
Δεν είχα. Ούτε ήξερα από πού με ζητούσαν.
Στην κόγχη του αυτιού μου το σώμα της γύρευε νερό.
Δεν υπήρχε ούτε φως. Της είπα να φέρει το κεφάλι κοντά.
Και τότε έδωσα την τελευταία σταγόνα από το σάλιο μου.
Της είπα να γλείψει τα παγωμένα δάκρυα από τα μάτια μου.
Και ταξιδεύαμε μέσα στη νύχτα.
Κι ενώ λέγαμε πως κάπου θα τελειώνει, αυτή γύριζε
και πάλι γύριζε χωρίς ν’ αφήνει ελπίδα φωτός.

Ρώτησε αν θα πεθάνουμε. Ακόμη είχε ελπίδες.
Την ώρα που όλος ο κόσμος ήτανε μια πληγή,
σάπιο φρούτο,
έλπιζε και ζητούσε απάντηση και συμπαράσταση.
Είμαι η Εσθήρ, είπε,
τα μάτια μου είναι γαλάζια σαν τα μικρά λουλούδια της άνοιξης
στις βουνοπλαγιές της πατρίδας μου.
Το τρένο τρέχει. Ο άξονας τρίζει. Οι αλυσίδες...
Οι ράγες μας οδηγούν χωρίς δισταγμούς, χωρίς τύψεις
σε ποιο Άουσβιτς, σε ποιο Μπούχεμβαλτ,
σε ποια Σκύλλα και Χάρυβδη.

Εσθήρ πώς μπορείς και ελπίζεις;
Εσθήρ έχεις μια μικρή ελιά στο λαιμό, μου καίει τα δάχτυλα.
Ναι, εσύ, μέσα στην άγνοιά σου ελπίζεις.
Όμως, αν ποτέ υπάρξει για μας δευτέρα παρουσία,
ω Εσθήρ, εγώ δεν ελπίζω πια,
μα, αν υπάρξει δευτέρα παρουσία,
αν ανοίξουν αυτές οι πύλες
και βγούμε στο φως,
τι θα ’χει μείνει για να γνωριστούμε;
Εγώ έχω αυτό το πικρό χαμόγελο,
έχω αυτό το σπασμένο χέρι,
ποιος ξέρει,
ποιος άνεμος, ποια μουσική σφυρίζει
στο φθαρμένο από τη βροχή και το φως κόκαλο;
Θα μ’ αναγνωρίσεις από τη μουσική.
Θα σ’ αναγνωρίσω από το μικρό διακόπτη του φωτός που κουβαλάς στο λαιμό σου.
Εσθήρ. Ο άξονας. Εσθήρ. Το φως. Εσθήρ χανόμαστε.
Μην αφήνεις το χέρι μου.
Δέκα εκατομμύρια νεκροί κρύβουνε το πρόσωπό σου.

Ε, συ, Μπάρμαν.
Δώσ’ μου ένα κονιάκ. Κέρνα και την γυναίκα.
Ναι αυτήν εκεί στον μπάγκο. Με το σβησμένο πρόσωπο.
Όχι δεν μου κάνει. Ας είναι φτηνή.
Εξάλλου, σου είπα. Γυρεύω την Εσθήρ.
Άλλο ένα. Δώσε και της γυναίκας.
Μην κοιτάς το ρολόι σου για να μας πετάξεις στο δρόμο.
Δεν έχουμε πια πού την κεφαλήν κλίνη.
Οι δρόμοι γέμισαν από παράφρονες.
Τους έχουν κάνει τόσο μεγάλους και μακρείς
που δεν έχουμε πια κουράγιο να τους περπατήσουμε.

Τότε που η νύχτα μάς περιέλουε με την παγερή νύχτα
είχαμε ακόμη κάποια ελπίδα.
Σου είπα. Μα δε με προσέχεις;
Η Εσθήρ έλπιζε. Ελπίζαμε.
Τώρα που το φως δεν κουβαλάει παρά μια άλλη νύχτα
σε τι να ελπίζουμε;
Οι κατασκευαστές της νύχτας μένουν άγρυπνοι
με το χέρι στο διακόπτη του φωτός.
Λοιπόν άλλο ένα.
Κι ας πει αυτή η πόρνη μια κουβέντα.
Θέλω μια κουβέντα. Οποιαδήποτε.
Φτάνει πια. Χρόνια αυτές οι μηχανές μου φάγανε τ’ αυτιά.
Λοιπόν πες μου. Θα σε πνίξω λέγε.
Πως στις βουνοπλαγιές της πατρίδας σου είναι γαλάζια τα λουλούδια.
Μη χαμηλώνεις το φως σαν τ’ ανύπαρκτα μάτια σου.
Εμπρός λέγε. Πληρώνω.
Το φως μην το σβήνεις. Μπάρμαν-εκμεταλλευτή.
Αφού όλα πουλιούνται κι αγοράζονται. Πληρώνω.
Το φως. Μη ρίχνεις αυτό το πρόσωπο στο χάος.

Είσαι η Εσθήρ.
Μην κουνηθείς. Αυτή η ελιά στο λαιμό σου είναι διακόπτης;
Πες μου Ε3052. Για τα λουλούδια.
Τ’ όνομά σου Εσθήρ. Εσ-θήρ.
Περιμένω για να στρίψω τον διακόπτη.
Γιατί δε ρωτάς αν θα πεθάνεις;
Γιατί δε μου ζητάς νερό;
Τώρα έχω μια πηγή. Όχι πια δάκρυα και σάλιο.
Το στόμα μου τώρα μπορεί να γίνει κρήνη.
Εσθήρ πες μου μια κουβέντα.
Μην κοιτάς που έχω καταρρεύσει.
Πες μου.
Να γυρίσω αυτόν το διακόπτη να πέσει το φως στα πρόσωπά μας.
Να γνωριστούμε.
Εσθήρ δες το πρόσωπό μου.
Εσθήρ σήκωσε το κεφάλι να δω τη θέα όλου του κόσμου.
Ναι δεν είμαστε από φως.
Μα το ξέρεις καλά. Πώς μπορεί να μην το ξέρεις!
Πόσο πολύ το ’χουμε ποθήσει αυτό το φως.

Η Εσθήρ μέσα στη νύχτα έλπιζε.
Η Εσθήρ με τα γαλάζια μάτια και την άγνοια έλπιζε.

Ναι. Εγώ η Εσθήρ. Το Νούμερο Ε3052.
Από το Παρίσι μέχρι το Γκέτο της Βαρσοβίας
έστρωσαν το σώμα μου δρόμο για τα κύματα της νύχτας.
Τώρα που δεν έχω πια πρόσωπο, ούτε μάτια,
τώρα που δεν έχω παρά ένα σώμα του σώματός μου
δεν έχω πια μια γωνιά της ψυχής μου αλεηλάτητη
τι ωφελεί ο διακόπτης αυτός στα χέρια σου;
Αφού και τώρα δεν μπορούμε να δούμε τα πρόσωπά μας
έτσι που ο άνεμος τα έχει φθείρει
έτσι που η νύχτα δεν έχει αφήσει ούτε όνειρο
για το φως το φωτός.
Ναι, είμαι η Εσθήρ που ξεδίψασε
με τα παγωμένα δάκρυά σου, την τελευταία σταγόνα του σάλιου σου.
Αυτή που επέζησε από όλες τις νύχτες.
Αυτή που ξεκοίλιασαν τα μαχαίρια των νυχτερινών προβολέων.
Είμαι αυτή που ενώ βγήκα στο φως είδα μια άλλη νύχτα να με κατακλύζει.

Μπάρμαν το φως.
Μα πώς μου βρίσκεις πάντα τέτοιους πελάτες.
Το σώμα του σώματός μου γλείψτε το.
Πληρώνεις και σου δίνω.
Τι μου συζητάς λοιπόν για ψυχή. Για το φως του φωτός.
Για φανταστικούς διακόπτες.
Πάρε με. Το νούμερο Ε3052.
Τι ωφελεί αν επέζησα του κατακλυσμού.
Τη νύχτα τη συντηρούν με κάθε φροντίδα.

Εσθήρ κοίταξέ με στα μάτια.
Μπορώ ν’ αναστείλω ακόμη την κατάρρευση.
Εσθήρ κοίταξέ με.
Κι αν πέφτουμε από τη μια νύχτα στην άλλη.
Κι αν ταξιδεύουμε στοιβαγμένοι σε βαγόνια ανήλιαγα.
Πεινασμένοι. Διψασμένοι. Δολοφονημένοι.
Κι αν συντηρούμε με εκκρίματα την ύπαρξή μας.
Περίμενε. Εσθήρ περίμενε.
Δώσ’ μου το χέρι σου. Φυσάει στον μοναδικό και άδειο κόσμο.
Είναι νύχτα.
Μπορεί να σκοντάψεις μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο με τα άταχτα πεταμένα έπιπλα.
Οι ένοικοι έχουν φύγει ξαφνικά. Απρόβλεπτα.
Χάθηκαν οι άνθρωποι μέσα στους ανθρώπους.

Ε, συ Μπάρμαν, μη σβήνεις το φως.
Πληρώνω όσα όσα. Μην κοιτάς το ρολόι.
Σου λέω πως δεν μπορείς να μας πετάξεις στο δρόμο.
Άφησέ μας. Είναι νύχτα.
Κι ακόμη δεν υπάρχει ένδειξη πως ξημερώνει.
Άφησέ μας. Τα πόδια μας δεν αντέχουν άλλο.
Οι δρόμοι δεν οδηγούν πουθενά κι έχουμε χάσει κάθε προσανατολισμό.
Αιώνες τώρα η περιπλάνηση κρατάει μέσα στη νύχτα.
Άφησέ μας. Δε βλέπεις;
Η Εσθήρ είναι σ’ ενδιαφέρουσα.
Και δεν έχω ούτε έναν όνο να την μεταφέρω.

Δεν έχουμε άλλο κατάλυμα κι η Εσθήρ θα γεννήσει.
Άφησέ μας σ’ αυτόν τον τοκετό.
Φτάνει πια. Το παιδί πρέπει να γεννηθεί.
Είναι η τελευταία μας ελπίδα.
Ο μονογενής υιός της Εσθήρ.
Μέσα στη νύχτα, το τελευταίο φως του φωτός.

Σεπτέμβρης 1960

Από τη συλλογή Έγκλειστοι (1962)

Πηγή:https://www.translatum.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου