Ι
Εκατοντάδες μίλια πίσω από την Όγδοη Στρατιά, ο λοχίας Μιχαήλ Σαρίδης κι εγώ, «σπεύδαμε» κείνη τη μοιραία Κυριακή της 13 του Δεκέμβρη 1942, για να προφτάσουμε την Πρώτη Ελληνική Ταξιαρχία και να της προσκολληθούμε, πριν πιάσει ν' ανεβαίνει τη δυτική ακτή της Μεγάλης Συρτής. Ο Ρόμμελ υποχωρούσε συνέχεια. Για ν' αποφύγει την επαφή με τον Μογκόμερυ έκανε όλο ελιγμούς• σημειωμένοι πάνω στον επιτελικό χάρτη, θυμίζανε κάθε στιγμή πόσο δίκιο είχαν οι μπεντουβίνοι, όταν πριν από έξη μήνες τον ονομάσανε Αλεπού της Έρημου.
Αλλά πηγαίναμε πολύ αργά. Μήτε η μηχανολογική πείρα του Μιχάλη, μήτε τα δικά μου νεύρα, κατόρθωναν να σπρώξουνε το μεταφορικό μας μέσο πιο πολύ από εκατό μίλια τη μέρα. Ήταν αφάνταστο πόσους κουβάδες νερό κατάπινε αυτό το τσίγγινο σεντούκι, που το σουλούπι και το χρώμα του θυμίζανε βάτραχο και το περπάτημά του χελώνα. «Αν οι βιομήχανοι του Μιλάνου», έλεγε ο Μιχάλης, «κολλήσανε στο Μουσολίνι για ρεμούλκα των αντιαρματικών του πολλές ξεκωλιάρες σαν αυτή, τότε το παράσημο της παθητικής αντίστασης δεν πρέπει να το πάρουνε μόνο οι αντιφασίστες εργάτες της Φίατ».
Δεξιά μας είχαμε τη Μεσόγειο — στις πιο μεγάλες της ομορφιές. Από προχτές έκανε κάτι μέρες, αλκυονίδες• κι ας αναφέρανε στ' ανακοινωθέντα τους οι Σύμμαχοι «χειρίστας καιρικάς συνθήκας» στην Τύνιδα, για να εξηγήσουνε το σταμάτημα της προέλασης. Μια ή δυο φορές άρπαξα τον κουβά κι έκανα πως κατεβαίνω τον γκρεμό για να φέρω θάλασσα. Μα ο Μιχάλης με σταματούσε : «Δεν κάνει, ορέ Σιμωνίδη, κατάλαβέ το ! Σε μισή ώρα το ψυγείο της θα είναι για πέταμα». Η Φίατ ήτανε δικό του λάφυρο, από το Αλαμέιν. Εκείνος της είχε αλλάξει πιστόνια, μπαλώσει τα λάστιχα, κολλήσει το τρυπημένο της ρεζερβουάρ• εκείνος της είχε βγάλει κανονικό φυλλάδιο για την Ταξιαρχία, που χάρη σ' αυτό γλυστρούσα τώρα κι εγώ μέσ' απ' τα συμμαχικά φυλάκια πνίγοντας την ανυπομονησία μου να φτάσω στο μέτωπο, να βρω πια τον εαυτό μου. H αναβλητικότητα των δικών μας στα Γεροσόλημα μου είχε στερήσει την ευκαιοία να βρεθώ στη μάχη του Αλαμέιν. Ευτυχώς, από σύνδεση σε σύνδεση, έπεσα πάνω στο Μιχάλη. «Ακούς λέει ; Εκεί πηγαίνω. Γι’ αυτό τη μαστορεύω την ξεκωλιάρα». Η κουβέντα γινόταν στη Μάρσα Ματρούχ, κάτω από τις γκαζοαρίνες του δρόμου που βγάζει στις αλυκές. «Μόνο καλύτερα να φορέσεις τις επωμίδες σου και το πηλίκιο. Οι Σύμμαχοι δεν είναι σαν τους δικούς μας• τους αξιωματικούς τους σέβονται. Ε, χρειάζεται και λίγη μπλόφα. Εγώ θα σου κάνω το σωφέρ κι αυτοί θα νομίζουνε πως το λιμουζινάκι βγήκε από το γκαράζ επιτούτου για να μεταφέρει τον κύριο ανθυπολοχαγό στο μέτωπο».
Στην αρχή δε δεχόταν με κανένα τρόπο να μου αφήσει το βολάν, «θα μου τη στραπατσάρεις με τα ξεσπάσματά σου. Αυτή θέλει με το γλυκό και συ λες και σου βάλανε νέφτι. Αν βιάζεσαι ανέβα σε κανένα από τα συμμαχικά που σου γνέφουνε». Κι αλήθεια. Πολωνοί, Άγγλοι, Αυστραλοί, Ελεύθεροι Γάλλοι, σε λιμουζίνες, σε φορτηγά και κάθε λογής όχημα, μόλις μας βλέπανε σκυμμένους πάνω από το μοτόρι της Φίατ, σταματούσαν και προτείνανε να με πάρουνε. Μα ο Μιχάλης ήξερε πως δε μπορούσα. Χρειαζότανε καιρός για να ψήσουμε κανέναν από δαύτους. Ν’ ανεβώ έτσι στα κουτουρού στο πρώτο αυτοκίνητο που παρουσιαζόταν, θα ήταν τυχοδιωκτισμός. Τέλος, όταν το χώνεψε πως αν δεν τρέχαμε και τη νύχτα δε θα προφτάναμε ποτέ την Ταξιαρχία, μ' έπιασε στα παζαρέματα. Του υποσχέθηκα τα πάντα. Μ' άφησε να οδηγήσω δοκιμαστικά καμιά ώρα κι ύστερα έγειρε πίσω το κεφάλι κι έτσι καθιστός αποκοιμήθηκε. Η νύχτα ήτανε δίχως φεγγάρι, μα είχαμε αστροφεγγιά. Η άμμος γύρω άσπριζε σαν κιμωλία κι ο δρόμος ξεχώριζε : μια μαύρη ατελείωτη κορδέλα. Μόλις αντιλαμβανόμαστε όχημα του ανάβαμε τα μπλε χαμηλά φώτα για να μη μας κουτουλήσει, ενώ πίσω μας έφεγγε αδιάκοπα ένα λαμπάκι, όσο μια κάφτρα του τσιγάρου, σινιάλο για τους βιαστικούς. Μα με βασάνιζε το κρύο και πιο ύστερα η νύστα. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά πρέπει την πρώτη φορά ν' αποκοιμήθηκα με γουρλωμένα μάτια, χουφτιάζοντας το βολάν. Πλάι στη Φίατ, ένας μεγαλόσωμος Σταυροφόρος πήγαινε με γοργά βήματα, σέρνοντας χάμω την πανοπλία και το θώρακά του. Κάρφωνε πάνω μου τα μάτια και σήκωνε προστατευτικά τη σπάθα του με τ' αριστερό. Είχα δει την πανοπλία του κρεμασμένη πάνω από τη μεγάλη σόμπα του πύργου που έχτισε κάποιος εκκεντρικός Φραντσέζος της Αλεξάντρειας μέσα στην έρημο, κάπου εξήντα χιλιόμετρα πριν από το Αλαμέιν. Εκεί μου είχαν δώσει σύνδεση μ' έναν άλλο Φραντσέζο, μεγάλο τραυματία του Μπιρ Χακίμ, που θα με προωθούσε όσο γινόταν πιο κοντά στα σύνορα. Τον βρήκα να κάθεται σε μια παλαιική πολυθρόνα στην αίθουσα των τελετών και να γεύεται κάθε λεπτό από τις μέρες ή τις ώρες που του μένανε να ζήσει. Σήκωσε τ' αστραφτερά μάτια του στην πανοπλία κι ύστερα τα κατέβασε στο παράσειο με το σταυρό της Λορραίνης, που στόλιζε το μάρμαρο της σόμπας:
«Τι θαρρείς, σύντροφε. Σταυροφόροι είμαστε. Μόνο που ο σκοπός αυτή τη φορά είναι στ' αλήθεια Ιερός». Του είχα πει πως ερχόμουν από τα Γεροσόλημα. «Τι δρόμος, τι δρόμος...», έκανε ρεμβαστικά. Πριν από λίγα χρόνια ήμουνα βασιλόφρων, τσιράκι του Σαρλ Μωρράς... Ευτυχώς η Γκουέρνικα... Όχι το γεγονός — ο πίνακας του Πικάσσο στο Ισπανικό περίπτερο».
«Κούνησα το κεφάλι επιδοκιμαστικά για να μη τον διακόψω. Μου χαμογέλασε ικανοποιημένος που καταλάβαινα.
Έτσι είμαστε φτιαγμένοι εμείς οι διανοούμενοι. Χρειάζεται κάποτε μια ζωντανή εμπειρία για να νιώσουμε την ουσία των πραγμάτων… Η Νίκη σας στο Λούβρο... Θυμάσαι τις κομμένες φτερούγες της ; Από δω, από τούτη την πολυθρόνα τις άκουσα να τραντάζουν με το φτεροκόπημα τους τα θεμέλια του κόσμου. Ήτανε στις 9 και 40 τη νύχτα της 23 Οχτωβρίου, όταν τα οχτακόσια τηλεβόλα του Αλαμέιν...» Σώπασε. «Γιατί στα λέω αυτά ; Με καίει πυρετός. Καλύτερα να ευχαριστιόμαστε τη στιγμή που γλυστράει μέσα στο λαιμό της κλεψύδρας...» Σήκωσε το πορτοκάλι που βαστούσε και το μύριζε βαθιά, με κατάνυξη. Καθώς πάσχιζα να θυμηθώ τ' όνομά του θα ταράχτηκαν τα κάτω στρώματα του συνειδητού μου και βγήκα από τη νάρκη. Από τότε, μόλις άκουα την πανοπλία να σέρνεται : «Μανόλη, πάλι κοιμάσαι», φώναζα θυμωμένος — και ξύπναγα.
Αυτά, τη νύχτα της Παρασκευής και του Σαββάτου. Την Κυριακή ξημερωθήκαμε κάπου στην Κυρηναϊκή, μεταξύ Ντέρνας και Απολλωνίας. Τρέχαμε πάνω σ' ένα φαρδύ κι ασφαλτωμένο δρόμο, στο χείλος μιας απότομης ακτής, ενώ αριστερά μας ανεβαίνανε οι κατάφυτες πλαγιές του Γκέμπελ Άχνταρ. Ξαφνικά γέμισε η καμπίνα μας καπνό και μυρωδιά καμένου λαδιού. Το καλό ήτανε πως οδηγούσε ο Μιχάλης. Πήγε και παρκάρησε δεξιά, κοντά σ' ένα γκρεμισμένο σπιτάκι, κάτω από μιαν αγριογαζία. Έσβησε τη μηχανή. Κατεβήκαμε γρήγορα κι ανοίξαμε το καπό. «Καλά το φοβόμουνα», είπε. Και στα μπεντουβινάκια που τρέξανε :
«Γιάλλα, ρουχ !» τους φώναξε στ' αράπικα. Εκείνα σταθήκανε πάνω σ' ένα υψωματάκι και μας παρακολουθούσαν αμίλητα.
— Ξέρεις τι θα κάνεις, μου λέει. θα βρεις μια γωνιά μέσα στα χαλάσματα και θ' ανάψεις φωτιά για να κάνουμε τσάι. Είμαστε θεονήστικοι απά χτες. Ύστερα να πας να τον πάρεις κομμάτι ή αν σου γουστάρει κατέβα στη θάλασσα να κάνεις μπάνιο. Εγώ έχω δουλειά για πεντέξη ώρες, μα δε σε θέλω για βοήθεια. Μόνο που θα με νευριάζεις.
— Πεντέξη ώρες ; Έκανα με απελπισία. Χαμένη υπόθεση.
— Τι λες ; Έταξα σ' ένα σύντροφο να του φέρω ρεμούλκο γιατί έμεινε το κανονάκι του ορφανό, και θα του το πάω, να σκάσει ο διάολος ! Ας φτάσουμε μόνο στη Μπεγκάζη. Εκεί όλο και κάτι θα βρούμε απά ανταλλαχτικά.
Δε σήκωνε συζήτηση, Έψησα τσάι και του το έφερα καφτό. Βγήκε κάτω από τη Φίατ, σκυθρωπός και μουντζούρης, κι όπως ήτανε τα δάχτυλα του λερωμένα με λάδια, έπιασε το παξιμάδι που του έδινα και το βούτηξε. Τον άφησα κι άρχισα να κατεβαίνω προσεχτικά για την ακρογιαλιά. Στα μισά του δρόμου κάθησα σ' ένα βράχο κι άναψα τσιγάρο. Η θάλασσα στέναζε μαλακά• πράσινη, σμαράγδινη, κάτω από το χρυσαφένιο ήλιο. Ψηλά μου φάνηκε πως κελαϊδούσαν κορυδαλλοί• μα να ήτανε κορυδαλλοί ; Πιο πέρα οι βράχοι κάνανε σαν αμφιθέατρο. Είδα ένα ζευγάρι γλάρους να μετεωρίζονται• υστέρα πήρανε φόρα για το πέλαγο, που μακριά το γύριζε στο λουλακί.
Αναστέναζε κάτω μου η χειμωνιάτικη θάλασσα, αφρίζοντας κομμάτι γύρω από τα μεγάλα γυαλισμένα βότσαλα.
«Γιατί, Μάνο, γιατί ;» Ποιος μίλησε ; Ποιος μου παραπονιόταν έτσι πικρά ; Τι γύρευα, τι κυνηγούσα σε τούτες τις ακρογιαλιές με τα θρυμματισμένα μάρμαρα ενός άλλου κόσμου ; Θα ξανάβρισκα τον εαυτό μου αν πρόφταινα την Ταξιαρχία ; Μα ήτανε μπρος ή πίσω μου και τον έφευγα ; Το πάθος μου, εκείνες οι κρυφές υποσχέσεις πως κάποτε θα γράψω ένα ή δύο βιβλία «για να μείνουν», πως έγινε και τις πρόδωσα ; Σήκωνα τώρα μια ρομφαία μέσα στις ταξιαρχίες της Σταυροφορίας — καθυστερημένος, διχασμένος, άχρηστος ! Γιατί άχρηστος ; Είχε δίκιο τ’ Ανθρωπάκι όταν έλεγε πως η θέση μου ήτανε μπρος στη ρέμιγκτον να χτυπάω κατεβατά ; Ο «Μαχητής»... Στο Κάιρο μου δώσανε το τελευταίο του φύλλο, που το κρύβε τώρα ο Μιχάλης μέσα στο τσεπάκι του λαδωμένου του αμπέχωνου. «Πως σου φαίνεται », ρώτησε όταν μου το έδινε, κείνος ο κοντόσωμος με τις τσαπράδες, που όλοι τον φωνάζανε Φάνη. Στο φύλλο γινόταν ένας απολογισμός του ρόλου της Πρώτης Ταξιαρχίας στη μάχη του Αλαμέιν, μνημονεύονταν οι νεκροί μας κι αναφέρονταν ηρωισμοί φαντάρων κι αξιωματικών. Το κύριο άρθρο, σύντομο και απλό, τελείωνε με θέσεις που έπειθαν αμέσως, τόσο ήτανε φωτεινές και ζυγιασμένες. Μα στην πίσω σελίδα, κάποιος έδινε νέα της Δεύτερης Ταξιαρχίας από την Παλαιστίνη. Ένα μπερδεμένο κατεβατό, λίγο ανταπόκριση, λίγο άρθρο, λίγο ημερησία διαταγή, σε τόνο «ασυγκράτητου ενθουσιασμού». Αναγνώρισα τους βορζορυχμους του Ανθρωπάκι. Ο Φάνης καθισμένος αντικρύ μου περίμενε ανασαίνοντας με κείνο το χαραχτηριστικό σφύριγμα των ανθρώπων που κάνανε πνευμοθώρακα. Κοίταξα τα δάχτυλά του, σταυρωμένα πάνω στο μαρμάρινο τραπεζάκι του συνοικιακού ζαχαροπλαστείου. Είχανε μια πλαδαρότητα υπερσιτισμένου φυματικού. Του είπα τη γνώμη μου, τα θετικά και τ' αρνητικά, προσθέτοντας πως μια και το φύλλο δεν έβγαινε πια στα Γεροσόλημα, κείμενα σαν και τούτο σιγά - σιγά θα λιγοστεύανε. Ο Φάνης γέλασε δυνατά• το γυαλιστερό του πρόσωπο γέμισε από μικρούτσικες ρυτίδες βασανισμένου ανθρώπου• στο νησί του πρέπει να ήτανε ψαράς η γεωργός. «Μα εσύ δεν τον χωνεύεις καθόλου», είπε και τα μάτια του σοβαρευτήκανε μονομιάς. Είχα μιλήσει απρόσωπα. Τις διαφορές μου με τ' Ανθρωπάκι τις είχα κουβεντιάσει μια δυο φορές μόνο με το Γαρέλα, Για να μπει ο Φάνης αμέσως στο νόημα, παναπεί πως ήταν κατατοπισμένος. «Με συγχωρείς», του είπα. «Εγώ βλέπω τι έχω μπρος μου. Αυτό το κείμενο είναι μια παραφωνία, ύστερα από τις σεμνές θυσίες που περιγράφονται πιο πάνω. Μου κάνει την εντύπωση ανθρώπου που σκαρφάλωσε κάπου και σφίγγεται να βγάλει φράσεις καμπανιστές για να με μικράνει. Μιλάει, μιλάει, σαν κομμένη κεφαλή, αλλά δεν πιστεύει σε τίποτα». «Πρόσεχε», μου λέει ο Φάνης : «Μπορεί να πιστεύει αλλά να μην ξέρει να εκφραστεί. Δεν είναι απαραίτητο να έχουμε όλοι τη δική σου μόρφωση». «Μη χάνεσαι», του κάνω : «Όπως το λες, όπως το γράφεις, αυτό είσαι. Εδώ δε χωρούν ελαφρυντικά. Το ύφος είναι το πιο άσφαλτο κριτήριο της στάσης σου απέναντι στον άλλο, απέναντι στον άνθρωπο. Πόσο τον νιάζεσαι, πόσο τον σέβεσαι ; Αυτού φαίνεται. Δες το Μακρυγιάννη...» «Ξέρω», μ' έκοψε ο Φάνης. «Τον διαβάζαμε στη φυλακή». Στο τέλος, στενοχωρημένος, παραδέχτηκε με μισή καρδιά, πως ναι, κάπου - κάπου τ' Ανθρωπάκι γύρευε να δείχνεται πιο ψηλός απ’ όσο ήτανε : «Τότε περπατάει στις μύτες, γι' αυτό κουτσαίνει».
Θα μέναμε αργά κείνο το βράδι αλλά είχε να συναντήσει κάποιον πρόσφυγα πολιτευτή και χωρίσαμε. Δεν μου έκανε κέφι να τον αφήσω. Κι ας μιλούσε τόσο λίγο. Προπαντός άκουε, ρωτούσε, δίσταζε, αναρωτιόταν, ζύγιζε, ξαναρωτούσε κι έτσι, δίχως να το καταλάβεις, σ' έβγαζε, έβγαινε κι ο ίδιος μαζί σου, στο σωστό δρόμο. Μήτε σφιξίματα δοντιών, μήτε γαμοσταυρίσματα. Περπατώντας ύστερα μόνος, τσάκωσα τον εαυτό μου να σφυρίζει μέσα στην ψύχρα της προχωρημένης νύχτας. Είχα φέρει γύρο τον ανδριάντα του Μπραϊμη• στεκόμουνα τώρα και χάζευα τη γκρίζα πρόσοψη της Όπερας. Θυμήθηκα τον πατέρα, που βρέθηκε εδώ πολύ νέος, κι είχε παρακολουθήσει μια παράσταση της Ελεονόρας Ντουζέ. Πόσο είχε μισήσει το Ντ' Ανούντσιο, γιατί δε ντράπηκε να κορδωθει με ύφος καλαμπρέζου αγαπητικού στο Χεδιβικό θεωρείο ! Κι ύστερα, το ντελίριο των Ιταλών, των Λεβαντίνων, των Γραικών, όταν λύσανε τ' αλόγατα από το λαντώ της «Ντίβας» και το σέρνανε ως το Σέπερντς Οτέλ — όχι και πολύ μακριά. Οι αλαλαγμοί και τα τριαντάφυλλα τσαλαπατημένα με τις καβαλίνες των άλογων. Τίποτε δεν άλλαξε. Να ο ξολοθρεφτής του Μοριά καβάλα, που στρέφει τα νώτα στην Όπερα• να τα χτιστά ποτιστήρια για να πίνουν τ' αλόγατα των αγοραίων αμαξιών, ο κρότος των πετάλων πάνω στην πέτρα, περιοδικός, κοφτός, σα χάντρα σε κομπολόι που κομματιάζει την ώρα της αναμονής• κι η γλυκερή μυρωδιά του τριφυλλιού, των στεκάμενων νερών της γούρνας κι από πέρα η άλλη, ξωτική και ύπουλη, από τα λάμπαχ και τις συκομουριές της Εσμπεκίας... Ξεφορτώθηκα δύο Άγγλους φαντάρους τύφλα στο μεθύσι, που ζητούσαν δανεικά και τράβηξα για το κρεβάτι που με περίμενε σ' ένα ζευγάρι γέρους Καριώτες. Ξαφνικά στάθηκα. Να ήτανε αυτός, ο Φάνης, που έπεισε τους δικούς μας της Παλαιστίνης πως οι «θέσεις» μου για τους αξιωματικούς ήτανε σωστές ; Βρισκόταν όμως από τότε στο Κάιρο ; Τις «θέσεις» τις εισηγήθηκα το Φλεβάρη κι η απάντηση έφτασε τον Ιούνιο• τότε μου ανακοίνωσε το Ανθρωπάκι πως υιοθετήθηκαν κι ακυρώθηκε η λαθεμένη απόφαση. Τέσσερις μήνες για να πάνε από την Κφαριώνα στο Κάιρο και να γυρίσουνε ; Εκτός αν τις καθυστερούσε τ' Ανθρωπάκι. «Μπορεί», έλεγα μέσα μου. Η σιλουέτα του, η φωνή του, η μυρωδιά του μου σκοτεινιάζανε τον ορίζοντα.
Συναντηθήκαμε κι άλλες φορές με το Φάνη και μια μέρα του έβαλα το δικό μου ζήτημα: Ρέμιγκτον η μέτωπο ; Έπιασε αργά, με χαμηλή φωνή και μου μέτραγε τις ανάγκες του ενός και του άλλου τομέα. Κάθε φορά δίπλωνε κι ένα δάχτυλο : «Ε, τώρα, κοίταξε τι μπορείς να κάνεις και συ». Σκέφτηκα λίγο και του απάντησα. Δίχως χρονοτριβή μου έδωσε σύνδεση στην Αλεξάντρεια : «Κάτσε καμιά βδομάδα μαζί τους, θέλουνε κι οι σύντροφοι του Ναυτικού να βγάλουνε δικό τους φύλλο. Δείξε τους όσα ξέρεις κι υστέρα φεύγα, μια και το θέλεις τόσο πολύ». Αποχαιρετιστήκαμε απλά, σα νάταν να ξαναβρεθούμε και την επαύριο. Μα κει που πήγαινα να στρίψω τη γωνιά του δρόμου, με ξαναφώναξε. «Αυτές τις διαφορές με το σύντροφο, τις συζήτησες ποτέ μπροστά του με τους άλλους;» «Όχι», του κάνω. «Αυτό ήτανε λάθος», μου λέει. «Το ξέρω», είπα: «θα ήμουνα πιο εν τάξει αν το έκανα, μ' όλο που δε θα ‘φερνε αποτέλεσμα». Δεν καταλάβαινε γιατί, κι αναγκάστηκα να του διηγηθώ καταλεπτώς το ζήτημα. Για να μη στεκόμαστε μέσα στο δρόμο, μπήκαμε σ' ένα καφενεδάκι. Ο Φάνης ρουφούσε το φασκόμηλό του δυνατά, πλατάγιζε τη γλώσσα και με κοιτούσε μέσα στα μάτια : «Μερικά απ' αυτά• που λες είναι σοβαρά. Μα χάνουνε την αξία τους γιατί τα λες εσύ, που ξέρω πως δεν τον χωνεύεις. Χρειάζονται άλλες μαρτυρίες». Τι να του πω ; «Κάντε μια έρευνα κι αν αποδείξει πως μεροληπτώ πάρετε μέτρα εναντίο μου». Έκλεισε τα μάτια και συλλογιζόταν : «Έχουμε κι άλλες δουλειές, φίλε. Που τώρα καιρός για τέτοια. Κι υστέρα χρειάζεται κάποια συνεδρίαση για να τ’ αποφασίσει. Πρέπει να ειδοποιηθεί κι ο ίδιος. Πάντως, αργά η γρήγορα, το ζήτημα πρέπει να ξεκαθαριστεί μπρος στους ενδιαφερόμενους — αν ζούμε». Σώπαινα. «Δρόμο τώρα», μου λέει, «θα χάσεις το τραίνο». Μα στην Αλεξάντρεια η βδομάδα γίνηκε μήνας. Όλο και κάτι δεν έστρωνε στο μηχανισμό. «Μείνε για τα Χριστούγεννα», μου λέγανε. Στο μεταξύ η Ταξιαρχία έτρεχε πίσω από το Ρόμμελ. Μια μέρα θύμωσα κι έβαλα τις φωνές. Δεχτήκανε να με στείλουν μ' ένα Φτου που σαλπάριζε για το Τομπρούκ. Σκόνταψε όμως η δουλειά στον έλεγχο. Βρέθηκε στη σκάλα ένας φασίστας: «Που πάει αυτός ; Έλα, έλα εδώ !» Παρά τρίχα να πάθουμε ζημιά. Ύστερα με δρομολόγησαν στο Γάλλο αξιωματικά του Μπιρ Χακίμ, που λεγότανε...
[...]Είχα ξεχαστεί εκεί, πάνω στο βράχο. Τεντώθηκα για να μου φύγει το μούδιασμα. Ο ήλιος είχε μαλακώσει τα κόκκαλά μου. Τι γινόταν ο Μιχάλης ; Φορούσα κίτρινες αρβύλες από καστόρι με σόλες κρεπ και το σκαρφάλωμα στις μυτερές πέτρες ήταν παιχνίδι. Βρέθηκα γρήγορα στη δημοσιά, κάτω από την αγριογαζία. Πουθενά Μιχάλης. Βάζω μια φωνή. «Έλα», μου αποκρίθηκε μέσα από τα χαλάσματα : «Ξουρίζομαι».
— Κάτι, για γάμο ετοιμάζεσαι, του λέω κι αμέσως το μετάνιωσα, γιατί τις άλλες μέρες εγώ τον κυνηγούσα να είμαστε πάντα ξουρισμένοι.
—Άστα, μου κάνει. Δεν τη γλυτώνω την κούρσα στην Μπεγκάζη. θέλουν άλλαγμα οι μπιέλες. Θα σαλτάρω σε κανένα συμμαχικό και για to γυρισμό θα κοιτάξω να με πάρουνε τα νοσοκομειακά.
—Η Μπεγκάζη είναι διακόσια μίλια από δω, του λέω. θ' αργήσεις. Κι υστέρα, μπορεί να μπλέξεις και, βράστα Χαράλαμπε.
— Μη νοιάζεσαι, θα τα καταφέρω. Πριν να βραδιάσει θα με δεις πίσω. Εσύ τι θα κάνεις ;
το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα : «θα σε περιμένω εδώ», του λέω.
— Εν τάξει, μου λέει. Αυτό είναι το πιο φρόνιμο.
— Γιατί δε ζητάμε σε κανένα απ’ αυτούς να μας ρεμουλκάρει;
— Δεν είσαι καλά, μου κάνει. Μόλις πάρουνε χαμπάρι τα χάλια της ξεκωλιάρας, θα της δώσουνε μια να πάει με τα παλιοσίδερα.
Κι αλήθεια, εκεί που έκανε η ακτή σαν αμφιθέατρο, ήτανε γκρεμισμένα κάτι συμμαχικά κάριερς και σκουριάζανε.
Ο Μιχάλης κατέβηκε στη θάλασσα και τριβόταν με αλαφρόπετρα για να φύγουνε τα λάδια κι οι μουντζούρες. Ξαναντύθηκε, κουκουλώθηκε μέσα στο μαντύα του, κοτσάρησε στη μασχάλη το κράνος και περίμενε να περάσει κανένας σύμμαχος. Βεβαιώθηκε όμως πρώτα πως είχα πάνω μου ταυτότητα.
— Μπαγάσα, του λέω. Απόψε σε βλέπω να κοιμάσαι αγκαλιά κι εγώ θα ξεπαγιάζω εδώ μοναχός μου.
— το νου σου, μου λέει. Μην ανάψεις φωτιά ύστερα από το βασίλεμα και μας βρει καμιά συμφορά. Τ' αεροδρόμια της Κρήτης είναι ίσα πάνω μας.
— Μάλιστα, στρατηγέ μου, του λέω.
— Αυτό που σου λέω, μου λέει.
Πέρασε ένα αυστραλέζικο φορτωμένο βαρέλια. Τους φώναξε «Γκρηκ, Μπεγκάζη» κι αμέσως τον πήρανε. Καθώς πήγε να σαλτάρει στα πισινά του φορτηγού, στάθηκε μια στιγμή και με κοίταξε. Κατάλαβα, το ίδιο σκεφτόμουν κι εγώ. Το αυστραλέζικο μπορούσε να πάρει και μένα, θα τα βολεύαμε. Αλλά ποιος θα φύλαγε τη Φίατ ; Εκείνος έπρεπε ν' αποφασίσει. Αν μου έκανε «έλα», μήτε θα το συζητούσα. Μα καθώς απομακρυνόταν, τον είδα μια να με χαιρετάει στρατιωτικά και μια να μου δείχνει καταγής, δηλαδή απόψε.
Τα μπεντουβινάκια, που είχαν κουβαλήσει νερό του Μιχάλη για να ξουριστεί, μου φωνάζανε «μάγια». Τους έδωσα τον κουβά. Φύγανε τρέχοντας όλα μαζί μες' απ' τα δέντρα του ανήφορου, στην άλλη μεριά της δημοσίας.
Ακυβέρνητες Πολιτείες. Αριάγνη, Εκδόσεις Κέδρος 1973, Σσ.11-250, Πρώτη Έκδοση Έργου:1962
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου